Το τραύμα μέσα από τη Σωματική και Σχεσιακή Θεραπεία

Συνέντευξη της Morit Heitzler, Ψυχοθεραπεύτρια με ειδίκευση στο τραύμα, Εκπαιδεύτρια και Επόπτρια με 30 χρόνια εμπειρίας.

Γιατί το σώμα είναι τόσο σημαντικό στην ψυχοθεραπεία;

Ο διαχωρισμός μεταξύ σώματος και νου είναι ένα από τα κύρια προβλήματα της δυτικής κοινωνίας. Πρόκειται για έναν τεχνητό διαχωρισμό, ο οποίος οδηγεί σε απόσχιση, αντικειμενοποίηση, σωματικά συμπτώματα και ασθένειες. Τον 20ό αιώνα, η νευροεπιστήμη έδωσε μια επιστημονική εξήγηση γιατί η επίγνωση του σώματος είναι ζωτικής σημασίας όταν δουλεύουμε με οποιοδήποτε ψυχολογικό μοτίβο, ειδικά με εκείνα τα μοτίβα που δημιουργήθηκαν ως αποτέλεσμα των πρώιμων εμπειριών της ζωής.

Η σωματική ψυχοθεραπεία αντιλαμβάνεται όλα τα συναισθηματικά και ψυχικά προβλήματα στο πλαίσιο του σώματος/νου ως ένα ενιαίο σύστημα. Για να επιλυθούν επαναλαμβανόμενα προβλήματα, η νοητική γνώση δεν είναι αρκετή, αντιθέτως χρειάζεται να συμβεί κάτι που να επηρεάζει όλα τα επίπεδα της ύπαρξής μας.

Το σώμα είναι σαν ένας καθρέφτης των σκέψεων και των συναισθημάτων. Όλες οι αντιλήψεις μας εκφράζονται με τον τρόπο με τον οποίο κινούμε, συγκρατούμε, συστέλλουμε ή τεντώνουμε, χαλαρώνουμε ή ανοίγουμε το σώμα μας. Για να είμαστε πλήρως ζωντανοί και να μπορούμε να εκφράσουμε τα συναισθήματά μας, για να έχουμε υγιείς σχέσεις με τον εαυτό μας και τον κόσμο, χρειάζεται να επιστρέψουμε στο σπίτι, στο σώμα μας. Η σωματική ψυχοθεραπεία έχει ως στόχο να διευκολύνει αυτό το ταξίδι προς την εσωτερική και εξωτερική σύνδεση μέσω της πρόσβασης σε όλα τα επίπεδα της ύπαρξής μας.

Πώς επηρεάζεται το σώμα από το τραύμα; Δώστε ένα παράδειγμα

Η εμπειρία μου, κατά τη διάρκεια πολλών ετών εργασίας με επιζώντες τραυμάτων, είναι ότι το σώμα έχει κεντρικό ρόλο στην εργασία για το τραύμα. Η τραυματική εμπειρία συγκροτείται πρωτίστως μέσω των αισθητηριακών της επιπτώσεων: σωματικές αισθήσεις, φόβος που παραλύει, κρύος ιδρώτας, αυξημένος καρδιακός παλμός. Τόσο το τραύμα όσο και η αντίδραση στο τραύμα βιώνονται κυρίως μέσω του σώματος. Στο σώμα νιώθουμε τον πόνο, τον τρόμο, την οργή, τη ντροπή, την αηδία ή την αποδοχή της πληγής. Πολλοί επιζώντες τραύματος αναγκάστηκαν να αποσυνδεθούν από το σώμα τους προκειμένου να επιβιώσουν με κάποια ακεραιότητα, αλλά με αυτόν τον τρόπο καταδικάζουν άθελά τους τον εαυτό τους σε μια διχοτομημένη, αποσχισμένη ύπαρξη, που δεν μπορεί να αντλήσει ζωτική δύναμη από τους δικούς της πόρους και δεν μπορεί να επιτρέψει καμία στενή επαφή με άλλους. Επειδή το σώμα έχει τόσο ουσιαστικό ρόλο τόσο στο να βιώνει το τραυματικό γεγονός όσο και στην αντίδραση σε αυτό, πιστεύω ότι έχει μεγάλες δυνατότητες για τη θεραπεία του. Επομένως, η ένταξη του σώματος στη θεραπευτική διαδικασία είναι απαραίτητη και ζωτικής σημασίας.

Μπορεί το ψυχικό τραύμα να μεταφερθεί από τους γονείς στα παιδιά;

Ναι. Υπάρχουν πολλές μελέτες και έρευνες σχετικά με το διαγενεαλογικό τραύμα. Υπάρχουν δύο κύριοι τρόποι με τους οποίους βλέπω ότι το τραύμα μεταδίδεται από τους γονείς στα παιδιά:

1. Μέσω των τραυματικών πληγών του γονιού, οι οποίες συχνά είναι ασυνείδητες. Ο γονιός μπορεί να υποφέρει από καταστάσεις ψυχικής υγείας, όπως μετατραυματικό στρες, έλλειψη ικανότητας αυτορρύθμισης, αδυναμία να θέσει υγιή όρια, κατάχρηση ουσιών κ.λπ. Καθώς ο γονιός δεν βίωσε ένα καλό πρότυπο γονεϊκότητας μπορεί να υπάρχει η τάση να αναπαράγει μη υγιείς γονεϊκές συμπεριφορές που θα προκαλέσουν και πάλι τραυματικές εμπειρίες στο παιδί.

2. Μέσω αυτού που ο Bert Hellinger, ένας Γερμανός ψυχοθεραπευτής, ονόμασε “η εγγενής σοφία στο πεδίο”. Με αυτό αναφέρεται στο συλλογικό και ατομικό ενεργειακό πεδίο, το οποίο έχουμε όλοι γύρω μας. Η δουλειά του Hellinger είναι ένας μοναδικός συνδυασμός ψυχοθεραπείας σε βάθος και εργασίας με την ψυχή, γνωστή ως “Συστημική Αναπαράσταση”, η οποία επιτρέπει στις κρυμμένες δυναμικές να έρθουν στο φως και να επιτρέψουν μια υγιέστερη ροή ζωτικής ενέργειας και αγάπης.

Γιατί κάποιοι άνθρωποι είναι σαδιστές;

Για λεπτομερείς απαντήσεις σε αυτό το δύσκολο ερώτημα θα ήθελα να παραπέμψω τον αναγνώστη στο κεφάλαιό μου:

Working with Sadism: an embodied-relational approach. In: Sadism – Psychoanalytic Developmental Perspectives ( 2018 ). Edited by Amita Sehgal. Routledge. London & New York

Για αυτή τη συνέντευξη, μια πιο σύντομη εξήγηση θα ήταν ότι ο σαδιστής συνήθως προβάλλει τη δική του ευαλωτότητα στο άλλο άτομο, ώστε να μην χρειάζεται να τη βιώσει στον εαυτό του. Με αυτόν τον τρόπο, ο σαδιστής μπορεί να ελέγξει ή να τιμωρήσει το άτομο που βασανίζει για την εμπειρία της θυματοποίησης και του πόνου του, από την οποία έχει ανάγκη να αποκοπεί. Μπορεί να πρόκειται για μια προσπάθεια κάποιου που έχει βρεθεί στην πλευρά του θύματος να μεταβεί στον ρόλο του θύτη. Αυτές μπορεί να είναι κάποιες πιθανές εξηγήσεις, αλλά χρειάζεται να έχουμε πάντα μια εξατομικευμένη προσέγγιση προς κάθε άτομο που παρουσιάζει σαδιστική συμπεριφορά.

Ακόμη πιο σημαντικό, γιατί κάποιοι άνθρωποι ανέχονται να τους προκαλούν πόνο;

Και πάλι, είναι δύσκολο να δοθεί εδώ μια απάντηση που θα αποδώσει δικαιοσύνη σε αυτή την πολύπλοκη ψυχολογική κατάσταση. Η σύντομη απάντηση είναι ότι για ορισμένους ανθρώπους, η αγάπη είναι στενά συνδεδεμένη με τον πόνο, το μαρτύριο και την ικανότητα να υποφέρουν. Για άλλους, είναι ένας τρόπος επίδειξης της χαμηλής αυτοεκτίμησής τους, όταν είναι πεπεισμένοι ότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο κάποιος άλλος μπορεί να ενδιαφερθεί γι’ αυτούς. Για άλλους είναι ένας τρόπος να αναπαραστήσουν μια δυναμική σχέσης που είναι οικεία, επομένως την αισθάνονται ασφαλή. Δεν υπάρχει μία απάντηση που θα αποδώσει δικαιοσύνη σε όλους τους τύπους και τα επίπεδα έλξης ή συμφωνίας των ανθρώπων να υποστούν πόνο από άλλους, χρειάζεται να ακούσουμε ξεχωριστά την κάθε ατομική ιστορία.

Τι είναι σημαντικό για έναν θεραπευτή όταν εργάζεται με το τραύμα;

Για μένα, το πιο σημαντικό στοιχείο της εργασίας με το τραύμα, όπως και με κάθε άλλη μορφή θεραπείας, είναι η θεραπευτική σχέση. Το σωματικό/ψυχολογικό/ενεργειακό πεδίο του τραυματισμένου ατόμου είναι γεμάτο φόβο, οργή, ντροπή και άλλα εκρηκτικά, απρόβλεπτα, ασυνείδητα πρωτογενή συναισθήματα. Η θεραπευτική σχέση καλείται να περιορίσει και να συγκρατήσει όλα αυτά, που ήταν, και ίσως είναι ακόμα, τόσο κατακλυσμικά και αβάσταχτα. Αυτό αποτελεί μεγάλη πρόκληση για κάθε θεραπευτή, καθώς αναπόφευκτα θα αγγίξει τα δικά μας θέματα γύρω από την εξουσία, την κυριαρχία, τον έλεγχο, την αυτοαξία, τη ντροπή και άλλα. Όταν καλούμαστε να κρατήσουμε και να ασχοληθούμε με τον τραυματισμένο θεραπευόμενο, καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε το θύμα και τον θύτη μέσα μας και συχνά, θα προκληθούν τα δικά μας πρώιμα τραύματα και οι άμυνές μας απέναντι σε αυτά. Αυτό δεν είναι εύκολο να το διαχειριστούμε και απαιτεί έναν βαθμό ειλικρίνειας και εσωτερικής σύνδεσης.

Η θεραπευτική σχέση προϋποθέτει πολλά αντιφατικά καθήκοντα. Για παράδειγμα, καλούμαστε να κρατήσουμε μια σταθερή δομή που μπορεί να συγκρατήσει τις εκρηκτικές ενέργειες και να προάγει την ασφάλεια και ταυτόχρονα να είμαστε αρκετά ανθεκτικοί ώστε να μείνουμε με το χάος και την τρέλα που είναι εγγενείς στην εμπειρία του τραύματος. Καλούμαστε να ξανασχοληθούμε με αυτό που κάποτε ήταν κατακλυσμικό και ανυπόφορο, αμφισβητώντας επομένως τις παλιές αμυντικές δομές, ενώ ταυτόχρονα στοχεύουμε στην υποστήριξη της ενσωμάτωσης. Πρέπει να δουλέψουμε με το σώμα ως φορέα του τραύματος, κατανοώντας παράλληλα ότι το σώμα είναι το ανεπιθύμητο μέρος που φέρει τα σημάδια και τη ντροπή.

Επιπλέον, ο αντίκτυπος του τραύματος στον εγκέφαλο και το νευρικό σύστημα, ειδικά στο σύνθετο τραύμα, δημιουργεί πολύ βαθιά ριζωμένα νευροβιολογικά μοτίβα και μονοπάτια που δεν ανταποκρίνονται στις συνηθισμένες μεθόδους θεραπείας. Χρειάζεται να κατανοήσουμε και να συνειδητοποιήσουμε αυτό το επίπεδο ακούσιων αμυνών και να προσφέρουμε κάτι διαφορετικό, που θα ανταποκρίνεται σε αυτό το επίπεδο λειτουργίας του εγκεφάλου, προκειμένου να αλληλεπιδράσουμε με το τραυματισμένο άτομο. Έτσι, αυτό που κάνει την εργασία με το τραύμα αποτελεσματική, κατά την άποψή μου, είναι η ικανότητα του θεραπευτή να κατανοεί και να ασχολείται με το βάθος του παράδοξου και της αντίφασης που ενυπάρχουν στο θεραπευτικό ταξίδι καθώς και η προθυμία να φθάσουμε στα δικά μας εσωτερικά όρια, όπου αυτό το ταξίδι αναμφίβολα θα μας απαιτήσει να πάμε.

Τα Χριστούγεννα είναι εποχή γιορτών, ρεβεγιόν, διασκέδασης, ωστόσο πολλοί άνθρωποι καταλήγουν να βιώνουν τις γιορτές ως μια τραυματική περίοδο. Γιατί πιστεύετε ότι συμβαίνει αυτό;

Νομίζω ότι υπάρχουν αρκετοί λόγοι γι’ αυτό και ότι ο βαθμός αναστάτωσης και παλινδρόμησης που βιώνουν οι άνθρωποι γύρω από την περίοδο των Χριστουγέννων μπορεί να ποικίλλει από ιδιαίτερα φορτισμένες καταστάσεις μέχρι μούδιασμα και ολοκληρωτική απόσχιση από τα συναισθήματα.

Η περίοδος των Χριστουγέννων υποτίθεται ότι είναι μια οικογενειακή περίοδος. Όλα προετοιμάζονται ως μια μεγάλη υπόσχεση ζεστασιάς, αγάπης και κοινής σύνδεσης. Πρόκειται για την αφθονία και τη γενναιοδωρία, το να μοιράζεσαι και να δέχεσαι. Αλλά συχνά, δεν υπάρχει καμία πραγματική συναισθηματική σύνδεση μεταξύ των μελών της οικογένειας και η υπόσχεση της ζεστασιάς και της αγάπης αποδεικνύεται κενή και οδηγεί σε μεγάλη απογοήτευση. Στην υλιστική κοινωνία μας η έννοια της αφθονίας και του μοιράσματος συχνά μεταφράζεται σε μια υλική επίδειξη οικονομικών επιτευγμάτων. Όσο περισσότερα (υλικά) δίνω,  τόσο περισσότερο δείχνω την ικανότητά μου να κερδίζω χρήματα και επομένως την επιτυχία μου. Έτσι, υπάρχει ένας κρυφός ανταγωνισμός γύρω από τα δώρα και μια αίσθηση καθήκοντος και ενοχής την ώρα που περνάμε μαζί με ανθρώπους με τους οποίους θέλουμε να συνδεθούμε, αλλά στην πραγματικότητα ποτέ δεν αισθανθήκαμε ότι μας καταλαβαίνουν ή μας αποδέχονται πραγματικά και αυτό δεν έχει αλλάξει ως δια μαγείας μόνο και μόνο επειδή “είναι Χριστούγεννα”.

Για τους ανθρώπους που δεν έχουν οικογένεια, τα Χριστούγεννα μπορεί να είναι μια περίοδος αντιμετώπισης της μοναξιάς τους και της αίσθησης αποτυχίας λόγω της έλλειψης συντρόφου/παιδιών/του τέλειου γάμου κ.λπ. Μπορεί επίσης να αισθάνεται κανείς αυτήν τη μοναξιά ως απελπισμένη ανάγκη να ανήκει και ως απουσία του ανήκειν.

Τα Χριστούγεννα είναι επίσης ένα χρονικό σημείο αναφοράς. Οι άνθρωποι συχνά λένε: “Μέχρι τα επόμενα Χριστούγεννα θέλω να είμαι πιο αδύνατος, πλουσιότερος, πετυχημένος με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.  Τι συμβαίνει όταν δεν μπορούμε να ανταποκριθούμε στις προκλήσεις που θέτουμε για τον εαυτό μας; Τι συμβαίνει όταν μαζευόμαστε με τους συγγενείς μας και νιώθουμε ότι μας βλέπουν και μας μετράνε με βάση τις αποτυχίες μας και όχι με βάση τις επιτυχίες μας;

Τελευταίο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, θεωρώ ότι σε κάθε περίσταση που παρουσιάζεται η απαίτηση να είμαστε “ευτυχισμένοι”, υπάρχει αναπόφευκτα μεγάλη πίεση και πολλές προσδοκίες. Νομίζω ότι όταν οι άνθρωποι λένε ότι πραγματικά δεν τους αρέσουν τα Χριστούγεννα, τότε είναι αυτή η συλλογική και προσωπική πίεση στην οποία αντιδρούν. Επίσης είναι και η παλινδρομική λαχτάρα για την “Τέλεια Οικογένεια”.

HeitzlerH Morit Heitzler φιλοξενείται στην Ελλάδα από το Gestalt Synthesis για να διδάξει το εκπαιδευτικό πρόγραμμα
Θεραπεία Τραύματος: Σχεσιακή και Σωματική Προσέγγιση
το οποίο ξεκινά τον Γενάρη του 2025. Περισσότερες πληροφορίες στο παραπάνω λινκ.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Scroll to Top