Σύγχρονη τραυματοθεραπεία: Επιπλοκές σχέσης

Ή γιατί η τραυματοθεραπεία συχνά δεν λειτουργεί όπως “θα έπρεπε”; Morit Heitzler & Michael Soth © 2017

Εισαγωγή: Επέκταση του μεμονωμένου συμβάντος στο αναπτυξιακό τραύμα;

Η τραυματοθεραπεία, με τη βοήθεια επαναστατικών νευροεπιστημονικών αντιλήψεων, είναι πολύ επιτυχημένη τα τελευταία 20 περίπου χρόνια και έχει επεκταθεί σε τεράστιο βαθμό. Νέες θεραπείες τραύματος έχουν διαδοθεί, νέα εργαλεία, τεχνικές και μεθοδολογίες έχουν αναπτυχθεί, η εμβέλεια και το εύρος των θεραπεύσιμων καταστάσεων έχουν επεκταθεί, με επακόλουθα τη δημόσια και επιστημονική αναγνώριση (οδηγίες του NICE) καθώς και την οικονομική επιτυχία (Ecker, 2012. Levine, 1997. Kalsched, 1996. Rothschild, 2000. Schore, 2003. van der Kolk, 1996).

Παρόλο που οι σύγχρονες θεραπείες τραύματος έχουν επεκτείνει την εμβέλειά τους πέρα από την παραδοσιακή εστίαση στη μετασυνόψιση κρίσιμων περιστατικών και στο τραύμα μεμονωμένου συμβάντος, έχουν φτάσει ωστόσο σε ένα κατώφλι. Όλο και περισσότερο, οι θεραπευτές τραύματος έρχονται στην εποπτεία αναστατωμένοι, απογοητευμένοι και απελπισμένοι επειδή η θεραπεία δεν λειτουργεί όπως “θα έπρεπε”.

Οι εποπτευόμενοι αναφέρουν ότι οι θεραπευόμενοι που αρχικά παρουσιάζουν ένα καθορισμένο τραύμα μεμονωμένου συμβάντος είτε δεν μπορούν είτε δεν ανταποκρίνονται καλά στις συνήθεις τεχνικές τραύματος, όπως η εύρεση ασφαλούς χώρου, οι σαρώσεις σώματος (body scan), η ενσυνειδητότητα (mindfulness) ή η εκμάθηση τεχνικών για να ηρεμούν τον εαυτό τους. Πολλοί θεραπευόμενοι, αν και φαινομενικά απελπισμένοι, δεν είναι συνεργάσιμοι ή επιδεικνύουν ενεργή αντίσταση. Ορισμένοι πιέζουν και δοκιμάζουν τα όρια της θεραπείας (π.χ. απαιτούν επαφή μεταξύ των συνεδριών), αμφισβητούν ή επικρίνουν τον θεραπευτή και γενικά δημιουργούν μια ατμόσφαιρα καχυποψίας και δυσπιστίας. Άλλες φορές απλώς δεν εμφανίζουν κάποια βελτίωση όσον αφορά τη μείωση των συμπτωμάτων του τραύματος.

Ως απάντηση σε αυτά τα απροσδόκητα προβλήματα, οι θεραπευτές αναφέρουν σύγχυση ή ανικανότητα, σοκ ή απογοήτευση ή -όταν είναι πιο έντονο- νιώθουν αδύναμοι, ανάξιοι ή ότι τους έχουν χρησιμοποιήσει. Περιστασιακά οι θεραπευτές κατανοούν την αντίδρασή τους με όρους δευτερογενούς τραυματισμού.

Το παρόν άρθρο είναι αποτέλεσμα συνεργασίας μεταξύ της Morit Heitzler και του Michael Soth από την κοινή μας οπτική γωνία ως επόπτες. Η Morit ασκεί διάφορες θεραπείες τραύματος από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, συνθέτοντας τη Σωματική Τραυματοθεραπεία της Babette Rothschild, το EMDR, τη Sensorimotor Therapy, το Somatic Experiencing, τη Συστημική Αναπαράσταση Τραύματος και άλλες. Ο Michael είναι γνωστός για την ενοποίηση των ανθρωπιστικών και ψυχαναλυτικών παραδόσεων με στόχο να φέρει μια πιο ολοκληρωμένη σωματική κατανόηση στις σχεσιακές αντιξοότητες της θεραπείας (Soth 2005a).

Όλο και περισσότερο διαπιστώνουμε ότι οι εποπτευόμενοί μας χρειάζονται βοήθεια για να αντιμετωπίσουν τις επιπλοκές της σχέσης αυτού που επιφανειακά φαίνεται να είναι μια αρκετά απλή τραυματοθεραπεία. Προσπαθούμε να βρούμε προσιτές διατυπώσεις για αυτές τις σχεσιακές επιπλοκές ώστε να γίνουν κατανοητές στους θεραπευτές από όλες τις διαφορετικές μεθόδους. Σε αυτό το άρθρο σκοπεύουμε να τις μοιραστούμε μαζί σας, περιστρεφόμενοι κυρίως γύρω από την έννοια του “ορθογωνίου του τραύματος”.

Ισχύουν οι ίδιες αρχές για όλα τα τραύματα και για κάθε τραυματοθεραπεία;

Για πολλά χρόνια ο τομέας της τραυματοθεραπείας βασιζόταν σε μια αρκετά ξεκάθαρη συναινετική διάκριση μεταξύ δύο τύπων τραύματος (Heitzler 2009):

1. Τραύμα μεμονωμένου συμβάντος: ένα περιστατικό που συμβαίνει μία φορά, συνήθως στην ενήλικη ζωή, και συνήθως περιλαμβάνει ένα μη αναμενόμενο, ξαφνικό σοκ, όπου ο ανεπεξέργαστος φόβος για τη ζωή παραμένει και εκδηλώνεται ως PTSD.

2. Αναπτυξιακό τραύμα: συμβαίνει επανειλημμένα ή συστηματικά στην παιδική ηλικία και συνήθως φέρει στοιχεία παραμέλησης, εισβολής ή κακοποίησης από τους φροντιστές. Αυτό έχει πολύ βαθύτερες επιπτώσεις στην ψυχοβιολογική δομή του αναπτυσσόμενου παιδιού, καθώς μειώνει την ικανότητα αυτορρύθμισης και επηρεάζει την αντίληψη του εαυτού και των άλλων. Αυτού του είδους οι παρατεταμένες τραυματικές εμπειρίες μπορεί να οδηγήσουν στην ανάπτυξη σύνθετου PTSD (Herman 1992) ή Διαταραχή Ακραίου Στρες (van der Kolk et. al. 1996).

Τα τελευταία χρόνια, οι νέες σωματικές, ενεργειακές και άλλες θεραπείες τραύματος επεκτείνουν όλο και περισσότερο την εμβέλειά τους πέρα από το σαφώς καθορισμένο τραύμα μεμονωμένου συμβάντος, ώστε να συμπεριλάβουν το πρώιμο και το αναπτυξιακό τραύμα. Η επέκταση αυτή προωθήθηκε με την παραδοχή ότι οι ίδιες αρχές ισχύουν για όλα τα τραύματα και για όλες τις θεραπείες τραύματος.

Σε κάποιο βαθμό αυτή η υπόθεση είναι έγκυρη, διότι αυτό που είναι όντως παρόμοιο σε όλα τα είδη τραύματος είναι:

1. Η νευροβιολογία: επηρεάζονται παρόμοιες περιοχές του εγκεφάλου, π.χ. ο φλοιός του εγκεφάλου που κλείνει κατά τη διάρκεια της μάχης-φυγής-παγώματος, με το παρασυμπαθητικό να ενεργεί σαν καπάκι πάγου πάνω σε ένα υπερ-διεγερμένο συμπαθητικό ηφαίστειο.

2. Ορισμένα από τα ψυχολογικά συμπτώματα του τραύματος: δηλαδή η υποκειμενική εμπειρία του τραυματισμένου ατόμου, π.χ. φλας μπακ και κρίσεις πανικού, απόσχιση, προσπάθειες αυτοθεραπείας κ.λπ.

Ωστόσο, όλο και περισσότερο διαπιστώνουμε ότι η καθαρή δυαδική διάκριση μεταξύ τραύματος μεμονωμένου γεγονότος και αναπτυξιακού τραύματος είναι αμφισβητήσιμη και σε πολλά κλινικά πλαίσια γίνεται περισσότερο παραπλανητική παρά χρήσιμη.

Οι ίδιοι οι θεραπευτές τραύματος έχουν εκουσίως παραιτηθεί από αυτήν τη διάκριση, ισχυριζόμενοι ότι έχουν αποτελεσματικότητα για ψυχολογικά ζητήματα που παλαιότερα ήταν αρμοδιότητα της ψυχανάλυσης ή της ψυχοθεραπείας βάθους. Ως αποτέλεσμα, οι θεραπευόμενοι αναζητούν πλέον θεραπεία με πιο σύνθετες παρουσιάσεις, οπότε συχνά καταλήγουμε σε σημαντική επικάλυψη μεταξύ αναπτυξιακών θεμάτων και θεμάτων μεμονωμένων συμβάντων. Αυτό δεν είναι προβληματικό μόνο όσον αφορά την πιο σύνθετη αντίληψη και κατανόηση της περίπτωσης από τον θεραπευτή και την παρέμβαση που προκύπτει.

Από τη στιγμή που εμπλέκεται το αναπτυξιακό τραύμα, αυτό που πραγματικά έχει σημασία είναι η άρρητη και ασυνείδητη εμπειρία του θεραπευόμενου από τη θεραπευτική σχέση, ανεξάρτητα από τη συμβολή του θεραπευτή.

Αυτό δε, εξαρτάται από το ερώτημα αν ο θεραπευόμενος φέρνει μαζί του μια επαρκώς υγιή, μη τραυματισμένη δομή προσωπικότητας που θα του επιτρέψει να δημιουργήσει εξαρχής μια σχέση εμπιστοσύνης με έναν θεραπευτή. Χωρίς αυτόν τον δεσμό, δεν μπορούμε να υποθέσουμε ως δεδομένη την ετοιμότητα και την προθυμία του θεραπευόμενου να δεχθεί τις παρεμβάσεις του θεραπευτή, όσο ικανές, χρήσιμες και αποτελεσματικές κι αν είναι αυτές κατά βάση.

Ένα φάσμα: από το μεμονωμένο συμβάν έως το αναπτυξιακό τραύμα

Ξεκινώντας από την ποικιλία των περιστατικών που φέρνουν οι θεραπευτές στην εποπτεία, βρίσκουμε ένα φάσμα σεναρίων, με το αμιγές τραύμα μεμονωμένου συμβάντος στο ένα άκρο, το ξεκάθαρο και σαφές αναπτυξιακό τραύμα που παρουσιάζεται από την αρχή της θεραπείας στο άλλο άκρο, και με ένα μεγάλο και συγκεχυμένο εύρος του φάσματος στο ενδιάμεσο. Έτσι, με βάση την αυξανόμενη σοβαρότητα της αναπτυξιακής συνιστώσας, μπορούμε να διακρίνουμε χονδρικά τις ακόλουθες κατηγορίες (οι οποίες προφανώς δεν είναι ούτε σαφείς ούτε διακριτές· αυτό είναι ακριβώς το επιχείρημά μας, ότι οι κατηγορίες αυτές επικαλύπτονται και μπλέκονται μεταξύ τους):

τραυματοθεραπεία

Σχήμα 1: Το φάσμα του τραύματος: μεμονωμένο συμβάν έως το αναπτυξιακό τραύμα

  • Αμιγές τραύμα μεμονωμένου συμβάντος
  • Τραύμα μεμονωμένου συμβάντος με ήπια αναπτυξιακά θέματα: έλλειψη ανθεκτικότητας
  • Βαθύτερα αναπτυξιακά θέματα που πυροδοτούνται από θεραπεία τραύματος μεμονωμένου συμβάντος
  • Σοβαρά αναπτυξιακά θέματα (παγόβουνο) για τα οποία το τραύμα μεμονωμένου συμβάντος αποτελεί επικάλυψη (κορυφή του παγόβουνου)
  • Αναπτυξιακό τραύμα ως το ξεκάθαρο παρουσιαζόμενο θέμα

Όλα τα αναπτυξιακά τραύματα περιπλέκουν τη θεραπεία

Η εμπειρία μας και το συμπέρασμά μας είναι ότι οποιαδήποτε εκδήλωση αναπτυξιακού τραύματος, είτε ως έλλειψη ανθεκτικότητας, είτε ως εμφάνιση κατά τη διάρκεια της θεραπείας, είτε ως ήδη παρούσα ως το πρωταρχικό υποκείμενο “παγόβουνο”, περιπλέκει τη θεραπεία και την μεταφέρει πέρα από τα χωράφια της απλής θεραπείας της “ψυχολογίας ενός ατόμου”. [Η ψυχολογία ενός ατόμου είναι ένας όρος που διαδόθηκε, ειδικά στις ΗΠΑ, από τη Martha Stark (1999), σε διάκριση από την ψυχολογία δύο ατόμων. Στο Ηνωμένο Βασίλειο η αντίστοιχη συζήτηση θα γινόταν με όρους της μακροχρόνιας σύγκρουσης παραδειγμάτων μεταξύ “ιατρικού μοντέλου” και σχέσης (Soth 2008, βλ. επίσης κριτική του μοντέλου της Stark: Soth, 2015)].

Εδώ πρέπει να δηλώσουμε απερίφραστα έναν από τους κεντρικούς άξονες του επιχειρήματός μας: παρά τις κάποιες επιφανειακές και νευροβιολογικές ομοιότητες, το πρώιμο αναπτυξιακό τραύμα συνιστά μια ποιοτική διαφορά από το τραύμα μεμονωμένου συμβάντος. Απαιτεί μια ποιοτικά διαφορετική θεραπεία, όσον αφορά το βάθος και την πολυπλοκότητά του, καθώς και τις απαιτήσεις που θέτει στον θεραπευτή ως “πληγωμένο θεραπευτή”, συμπεριλαμβανομένης της επίγνωσης, της ικανότητας, της κατανόησης, της παρουσίας και της συμμετοχής του και κυρίως της επεξεργασίας των δυναμικών των σχέσεων, τόσο εσωτερικά όσο και διαπροσωπικά.

Η αναγκαιότητα μιας θεραπείας αυθεντίας

Ανταποκρινόμενες στην αδυναμία και την επείγουσα ανάγκη που έχει ο θεραπευόμενος όταν βρίσκεται στην τραυματική του κατάσταση, οι περισσότερες θεραπείες τραύματος έχουν στραφεί προς την “ψυχολογία του ενός ατόμου”, αυτοπροσδιοριζόμενες ως θεραπείες (treatments), με σαφή πρωτόκολλα και διαδικασίες, που χορηγούνται από έναν έμπειρο ειδικό· εδώ ο θεραπευτής γίνεται αντιληπτός -και από τα δύο μέρη- ως μια εξουσιαστική και κατευθυντική φιγούρα “σαν του γιατρού”, που απαιτεί τη συνεργασία του ασθενούς.

Δεδομένου ότι ο τραυματισμένος θεραπευόμενος αισθάνεται αβοήθητος και ανίκανος να αυτορυθμιστεί, χρειάζεται ο θεραπευτής να προσφέρει μια ασφαλή, ενσυναισθητική ατμόσφαιρα καθώς και να υιοθετεί μια σταθερή, κατευθυντική στάση που παρέχει διαδραστική ρύθμιση. Αυτό που είναι λιγότερο σαφές και συχνά δεν είναι ρητό είναι το γεγονός ότι η αδυναμία του θεραπευόμενου έχει μια αναπτυξιακή συνιστώσα, δηλαδή ο ίδιος βρίσκεται σε παιδική κατάσταση και σε κάποιο βαθμό αισθάνεται μικρός και παλινδρομημένος. Η ασφαλής παρουσία του θεραπευτή αποκτά τότε μια πρόσθετη γονεϊκή σημασία, που συνήθως αναγνωρίζεται μόνο σιωπηρά. Με πολλούς θεραπευόμενους αυτή η εκ νέου γονεϊκή πρόθεση και παρουσία είναι απαραίτητο συστατικό -τουλάχιστον σιωπηρά και στην αρχή- προκειμένου να δημιουργηθεί μια θεραπευτική συμμαχία (Heitzler 2013).

Η αναγκαιότητα της ενασχόλησης με τη δυναμική της σχέσης

Ωστόσο, το αναπτυξιακό τραύμα καθιστά πιο περίπλοκο κάθε είδους έργου reparenting (το να λειτουργείς σαν ένας αρκετά καλός γονιός προς στους άλλους ή στον εαυτό), επειδή η γονεϊκή φιγούρα είναι η πηγή τόσο της αγάπης όσο και του τραύματος, τόσο του διασώστη όσο και του θύτη. Η αρχή αυτή αναγνωρίζεται και υποστηρίζεται από την έρευνα για τα βρέφη, τις αναπτυξιακές μελέτες, τη θεωρία των αντικειμενότροπων σχέσεων και την ψυχοθεραπεία βάθους επί πολλές δεκαετίες (Fairbairn, 1974. Stern, 1985. Lachman & Beebe, 2013).

Η ικανότητα του ανθρώπου να ανακάμπτει από ένα τραύμα μεμονωμένου συμβάντος εξαρτάται από την ευρωστία των συναισθηματικών πόρων του και την ικανότητά του να δέχεται βοήθεια με τη μορφή διαδραστικής ρύθμισης. Τα άτομα που έχουν βιώσει αποδιοργανωμένο ή ανασφαλή δεσμό (Ogden, Minton, Pain 2006: 48-58) και δεν μπόρεσαν να εσωτερικεύσουν “αρκετά καλά” αντικείμενα, στερούνται αίσθησης ασφάλειας και εμπιστοσύνης στον εαυτό τους και στον κόσμο. Αυτό επηρεάζει σοβαρά την ικανότητά τους να οικοδομήσουν μια συμμαχία εμπιστοσύνης με κάθε είδους θεραπευτή και να κάνουν πλήρη ή καλή χρήση της θεραπευτικής βοήθειας.

Επομένως, δεν μπορούμε να θεωρούμε δεδομένο ότι ο θεραπευόμενος θα βιώνει τον θεραπευτή ως καλοσυνάτο και υποστηρικτικό. Στο σύνθετο τραύμα, το φαινόμενο της μεταβίβασης γίνεται αναπόφευκτο, καθώς ο θεραπευόμενος είναι πιθανό να αλληλεπιδρά με τον θεραπευτή μέσω του τραυματικού πρώιμου σχεσιακού του προτύπου (Heitzler 2011). Τότε ο θεραπευόμενος δεν μπορεί παρά να αντιλαμβάνεται και να βιώνει τον θεραπευτή μέσα από τον φακό της αναπτυξιακής του πληγής (Soth 2006a).

Αυτό τείνει να περιπλέκει τη θεραπευτική συμμαχία και έχει σοβαρές επιπτώσεις στην επιτυχία της θεραπείας. Όταν οι αυταρχικές ή οι φροντιστικές, με αγάπη, παρεμβάσεις και οδηγίες του θεραπευτή λαμβάνονται από τον θεραπευόμενο μέσω του εσωτερικευμένου σχεσιακού του προτύπου, οι μέθοδοι και οι τεχνικές της τραυματοθεραπείας δεν μπορεί να αναμένεται ότι θα λειτουργήσουν με τον ίδιο τρόπο που γνωρίζουμε ότι μπορούν να λειτουργήσουν στη θεωρία.

Αυτές οι σχεσιακές επιπλοκές οδηγούν πολλούς θεραπευτές πέρα από την αναγνωρισμένη θεραπευτική τους θέση και την καθιερωμένη ζώνη άνεσής τους. Ως σημείο εκκίνησης για να βοηθήσουμε τους εποπτευόμενούς μας να περιηγηθούν σε αυτό το πιο περίπλοκο σχεσιακό τοπίο, στρεφόμαστε στην ευρέως γνωστή έννοια του “τριγώνου του δράματος” (Karpman, 1968. Ney 1988).

Το “τρίγωνο του δράματος”

Αυτό το μοντέλο περιγράφει τους τρεις βασικούς ρόλους που υπάρχουν σε όλες τις τραυματικές σχέσεις, συγκεκριμένα το θύμα, τον θύτη και τον διασώστη. Επειδή το θύμα αισθανόταν συνήθως απομονωμένο και ανίσχυρο εντός της τραυματικής κατάστασης, χωρίς καμία βοήθεια, σύμμαχο ή μάρτυρα, η μόνη διαθέσιμη δύναμη ήταν να διαμορφώσει στο μυαλό του την εικόνα ενός διασώστη που λαχταρούσε, αλλά που ποτέ δεν εμφανίστηκε. Φυσικά, επομένως, αυτή η εικόνα του διασώστη προβάλλεται στον θεραπευτή, ο οποίος πρέπει να είναι πρόθυμος και ικανός να δεχτεί τη λαχτάρα του θεραπευόμενου για αυτόν τον ρόλο, τουλάχιστον έμμεσα.

τρίγωνο δράματος

Από τη σκοπιά του θεραπευτή, ο “διασώστης” είναι σίγουρα ο πιο ελκυστικός πόλος του τριγώνου για να εγκατασταθεί, και πολλοί θεραπευτές τείνουν να διαμορφώνουν τον ρόλο τους -και όλο το έργο της ίδιας της θεραπείας- αποκλειστικά από αυτήν τη θέση (Heitzler, 2011. Soth, 2007).

(Πρέπει να σημειωθεί ότι οι ρίζες του “τριγώνου του δράματος” βρίσκονται στη Συναλλακτική Ανάλυση. Εκεί το τρίγωνο του δράματος ήταν ξεκάθαρα κατανοητό ως ένα “παιχνίδι”, με όλες τις τρεις θέσεις να είναι απαραίτητες για να διατηρηθεί η δυναμική που γυρίζει σε κύκλους. Οι θεραπευτές αυτής της παράδοσης θα θεωρούσαν σαφώς τον ρόλο του διασώστη ως βασικό μέρος του “παιχνιδιού” και συνεπώς θα τον θεωρούσαν αμυντική αποφυγή -την οποία κατά συνέπεια θα αρνούνταν να αναλάβουν. Εφόσον οι όροι αυτοί έχουν εισέλθει στην κοινή γλώσσα, έχουν χάσει πια την αυστηρή αρχική τους σημασία που είχαν στη Συναλλακτική Ανάλυση. Εμείς χρησιμοποιούμε και τους τρεις όρους με πιο καθομιλούμενο τρόπο, ανταποκρινόμενοι στον τρόπο που τους χρησιμοποιούν οι εποπτευόμενοι, σε καταστάσεις όπου υπάρχουν πραγματικά θύματα και θύτες. Ως εκ τούτου, η έννοια του διασώστη γίνεται επίσης πιο διφορούμενη, ταυτόχρονα έγκυρη και προβληματική).

Είναι πέρα από το εύρος αυτού του άρθρου να διερευνήσουμε λεπτομερώς τον ρόλο του διασώστη, αλλά μπορούμε να διακρίνουμε τις ακόλουθες παραλλαγές (οι οποίες θα έχουν σημασία στο παράδειγμα της περίπτωσής μας):

Σχήμα 2: Το τρίγωνο του δράματος

 

Ο θεραπευτής ως διασώστης

1. “πατρικός”: ο γιατρός

2. “μητρικός”: η νεραϊδονονά

3. (ψυχο)παιδαγωγικός: ο δάσκαλος

4. καθοδηγητικός: ο “οδηγός”

5. εξιδανικευμένος: ο σωτήρας

Ενώ αναγνωρίζεται πόσο απαραίτητο είναι κάποιες φορές ο θεραπευτής να παίρνει οποιαδήποτε και όλες τις παραπάνω εξουσιαστικές, φροντιστικές, παιδαγωγικές και κατευθυντικές στάσεις, ο διασώστης ωστόσο καθίσταται προβληματικός ως αποκλειστική θέση κατά την αντιμετώπιση του αναπτυξιακού τραύματος.

Όλες οι μορφές του τριγώνου του δράματος είναι παρούσες στο πεδίο

Το αναπτυξιακό τραύμα, εξ ορισμού, επηρεάζει ένα παιδί κατά τη διάρκεια των χρόνων που διαμορφώνεται. Ως αντικείμενο εντύπωσης και ανυπεράσπιστο, είναι επιρρεπές στο να απορροφήσει το τραύμα και να το ενσωματώσει στην ψυχική του δομή: ο τραυματογόνος αστερισμός εσωτερικεύεται ως “μοντέλο εργασίας” για όλους τους μελλοντικούς δεσμούς. Ως αποτέλεσμα, ο τραυματισμένος ψυχισμός παγώνει στον χρόνο και το πολύπλοκο εσωτερικό του τοπίο παραμένει κατοικημένο από τους κύριους πρωταγωνιστές, το θύμα και τον θύτη (Davies & Frawley, 1994. Reich, 1933. Johnson, 1994).

Όταν αυτό το τοπίο προβάλλεται στη συνέχεια στον θεραπευτικό χώρο, όλες οι φιγούρες του τριγώνου του δράματος γίνονται φορτισμένες παρουσίες στο πεδίο μεταξύ θεραπευόμενου και θεραπευτή.

Όσο δελεαστικό και αν είναι για τους θεραπευτές να δίνουν έμφαση στη θέση του διασώστη, η ποιοτική διαφορά μεταξύ του τραύματος μεμονωμένου συμβάντος και του αναπτυξιακού τραύματος συγκροτείται από μια σημαντική αρχή (που απεικονίζεται στο παράδειγμα που ακολουθεί): όλες οι φιγούρες του τριγώνου του δράματος είναι παρούσες στο πεδίο και μπορούν να ενσαρκωθούν αυθόρμητα από τον θεραπευόμενο ή τον θεραπευτή.

Δεν υπάρχουν σταθεροί ρόλοι, αλλά το θύμα, ο θύτης και ο διασώστης μπορούν να εναλλάσσονται απρόβλεπτα και από στιγμή σε στιγμή μεταξύ θεραπευόμενου και θεραπευτή. Πτυχές της τραυματικής σχέσης μεταξύ αυτών των μορφών μπορούν να διαδραματιστούν από τη θεραπευτική δυάδα με ασταθή τρόπο προκαλώντας αναταραχή, αφανώς και εμφανώς, σε σωματικό, συναισθηματικό και νοητικό επίπεδο (Heitzler 2013).

Παράδειγμα από την εποπτεία

Η Μέλανι είναι μια έμπειρη μεσήλικη λευκή ετεροφυλόφιλη θεραπεύτρια, εκπαιδευμένη στο bodywork και στην τραυματοθεραπεία. Βλέπει την Τζέιν, μια 27χρονη θεραπευόμενη, εβδομαδιαίως εδώ και 4 μήνες, όταν τη φέρνει για πρώτη φορά στην εποπτεία. (Έχω αλλάξει όλα τα ονόματα και τα στοιχεία αναγνώρισης και έχω την άδεια της θεραπεύτριας να χρησιμοποιήσω αυτή την περίπτωση για διδακτικούς σκοπούς).

Το αναπτυξιακό τραύμα ήταν μια ξεκάθαρη πτυχή του προβλήματος που παρουσίαζε η Τζέιν, καθώς συνέδεσε την αδυναμία της να δημιουργήσει μόνιμες σχέσεις με τις αναμνήσεις της από τον εκρηκτικό γάμο των γονιών της. Χώρισαν όταν εκείνη ήταν 9. Η ίδια και ο μεγαλύτερος αδελφός της είχαν γίνει μάρτυρες ετών σωματικής και συναισθηματικής βίας. Εκείνος υπέφερε από μαθησιακές δυσκολίες, αφήνοντας την Τζέιν στον ρόλο του “τα καταφέρνω”, η οποία κουβαλούσε τις ελπίδες της οικογένειας για επιτυχία.

Η Μέλανι συνοψίζει την αρχική φάση ως εύκολη και συνεργατική, νιώθοντας προστατευτικά και φροντιστικά προς την Τζέιν, και υιοθετώντας άνετα αυτό που περιγράφει ως “πατρική” και “μητρική” θέση -όντας ταυτόχρονα παιδαγωγική, κατευθυντική και προληπτικά δομημένη, καθώς και τρυφερή και παρέχοντας στήριξη:

“Η Τζέιν σχημάτισε γρήγορα μια θετική, εξιδανικευτική μεταβίβαση προς το πρόσωπό μου και με περιγράφει ως ‘σοφή και γνώστρια’. Εκφράζει συχνά την ελπίδα ότι εγώ είμαι αυτή που θα τη βοηθήσει σύντομα να πραγματοποιήσει το όνειρό της: μια σταθερή, υποστηρικτική και αφοσιωμένη σχέση με έναν σύντροφο. Δεν είμαι σίγουρη ότι μπορώ να το κάνω αυτό, αλλά μπορώ να τη βοηθήσω να επεξεργαστεί κάποια από τα τραύματά της. Συμφωνήσαμε ότι ενώ το σφιγμένο και υπερτονικό σώμα της συνέχει την περσόνα του ‘τα καταφέρνω’, μέσα της κουβαλάει ακούσιες αντιδράσεις φόβου που προκαλούν αναστάτωση και πυροδοτούνται πολλές φορές την ημέρα.

Υποθέτουμε ότι μόλις το τραύμα τύχει πληρέστερης επεξεργασίας, ο φόβος της Τζέιν για τη δέσμευση θα μειωθεί. Έτσι προσέφερα κάποια ψυχοεκπαίδευση, εξηγώντας τη νευροβιολογία των τραυματικών αντιδράσεών της· στη συνέχεια χρησιμοποίησα ασκήσεις ενσυνειδητότητας και σαρώσεις σώματος και εξερεύνησα κάποιες από τις πηγές ενδυνάμωσής της. Εξασκούσε κάποιες καθοδηγούμενες φαντασίες στις συνεδρίες και στο σπίτι.

Πριν από ένα μήνα η Τζέιν όντως γνώρισε έναν άνδρα και άρχισε να δημιουργεί μια πολλά υποσχόμενη νέα σχέση, την οποία είναι πρόθυμη να μην σαμποτάρει. Αυτό πρόσθεσε μια κοινή αίσθηση επείγοντος μεταξύ μας για την επιτάχυνση της θεραπείας, δουλεύοντας με τις αναμνήσεις της από τις διαμάχες των γονιών της. Χθες ήμασταν ακριβώς στη μέση της επεξεργασίας ενός συγκεκριμένου σεναρίου (που επιλέξαμε προσεκτικά από κοινού για να είναι λιγότερο έντονο και πιο διαχειρίσιμο) και εκείνη έδειχνε μικρή και φοβισμένη. Ξαφνικά σκύβει μπροστά και λέει ότι θα ήθελε τώρα να μιλήσει για το χθεσινοβραδινό ραντεβού με το νέο της φίλο. Ξαφνιάστηκα -τι κρίμα να παρεκκλίνω τώρα, στη μέση της παλινδρομικής της κατάστασης! Έτσι είπα: ‘Ίσως θα μπορούσαμε να αφήσουμε λίγο χρόνο στο τέλος για τον φίλο;’. Ήμουν αποφασισμένη να την κάνω να ολοκληρώσει την πλήρη αναδιήγηση του συγκεκριμένου καυγά, χωρίς να αποσχιστεί ούτε να νιώσει κατακλυσμένη. Αυτό θα ήταν ένα ενθαρρυντικό και ενδυναμωτικό σκαλοπάτι!”

Η Μέλανι και εγώ συμφωνήσαμε ότι χωρίς αμφιβολία οι αντιλήψεις και οι προθέσεις της ήταν έγκυρες σε εκείνο το σημείο. Ωστόσο, αυτό που συνέβη στη συνέχεια ήταν απροσδόκητο. Η Μέλανι συνέχισε:

“Η ατμόσφαιρα άλλαξε και η Τζέιν φοβήθηκε ακόμη περισσότερο. Υπάκουα, ακολουθούσε τις οδηγίες μου, αλλά με αυξανόμενο βαθμό απόσχισης, τον οποίο στη συνέχεια της επισήμανα. Ξαφνικά, θυμώνει, διαμαρτύρεται για τις παρατηρήσεις μου, αμφισβητεί τα κίνητρά μου και στη συνέχεια μου επιτίθεται, αμφιβάλλοντας αν μπορώ να τη βοηθήσω καθόλου. Ένιωσα εντελώς αιφνιδιασμένη. Η Τζέιν είχε αναφέρει ότι εκρήγνυτο με τους πρώην συντρόφους της, αλλά εγώ δεν είχα γίνει ποτέ στο παρελθόν αποδέκτης της επιθετικότητάς της.

Προσπαθώντας να αποκαταστήσω κάποια θεραπευτική συμμαχία, έγινα αμυντική, προσπάθησα να την καθησυχάσω, να της εξηγήσω και να της δώσω υποσχέσεις -πράγματα που κανονικά δεν θα έκανα ποτέ, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Η συνεδρία τελείωσε με την Τζέιν να παραμένει θυμωμένη και να απειλεί να εγκαταλείψει εντελώς τη θεραπεία”.

Αυτό το παράδειγμα δείχνει πώς όλες οι φιγούρες του τριγώνου του δράματος είναι παρούσες στο πεδίο και πώς η θεραπεύτρια χρειαζόταν να ασχοληθεί με όλες τους.

Οι κατευθυντικές οδηγίες της θεραπεύτριας, καθώς και η φροντιστική της υποστήριξη έτυχαν καλής υποδοχής κατά το πρώιμο στάδιο και βοήθησαν στη διαμόρφωση κάποιας θεραπευτικής συμμαχίας, στην οποία η θεραπεύτρια εθεάθη μεταβιβαστικά ως “σωτήρας”. Όμως η παραμονή στη θέση του σωτήρα έγινε πιο περίπλοκη μόλις η θεραπεία προσέγγισε το τραυματικό σενάριο, όταν η βιωμένη αίσθηση του τραυματισμού μπήκε ρητά στο δωμάτιο (Soth, 2006a). Εκείνη τη στιγμή άρχισαν να εκδηλώνονται και οι δύο άλλες φιγούρες του “τριγώνου του δράματος”, το θύμα και ο θύτης, που είναι αδιαχώριστες πτυχές του τραυματικού πεδίου.

Στην αρχή, η θεραπεύτρια ενσάρκωσε ασυνείδητα τον θύτη, έγινε ελεγκτική και επικεντρώθηκε στο να επιμείνει στη δική της ατζέντα (παρόλο που ορθολογικά, αυτό προοριζόταν στο να εξυπηρετήσει τη διαδικασία της θεραπευόμενης). Στη συνέχεια, η θεραπευόμενη παλινδρόμησε στη θέση του θύματος, με το γίνεται φοβισμένη και υποτακτική. Όταν η θεραπεύτρια έφερε επίγνωση σε ένα κλάσμα αυτής της δυναμικής, μη κατανοώντας ακόμη πλήρως ότι μόλις είχε χάσει τη θέση του διασώστη, οι ρόλοι άλλαξαν και η θεραπευόμενη μετακινήθηκε στη συνέχεια στη θέση του θύτη, ωθώντας τη θεραπεύτρια στον ρόλο του θύματος.

Όλα αυτά συνέβησαν ενορμητικά, σε άρρητα εξωλεκτικά επίπεδα, αποτελώντας μια ενεργειακή επαναδιαδραμάτιση του αρχικού τραυματικού σεναρίου: ουσιαστικά, ο καυγάς μεταξύ των γονέων αναπαρήχθη μεταξύ θεραπευόμενης και θεραπεύτριας. Η θεραπευόμενη έφυγε από τη συνεδρία, εξακολουθώντας να βρίσκεται στη θέση του θύτη, απειλώντας με εγκατάλειψη. Η θεραπεύτρια έμεινε στη θέση του θύματος, νιώθοντας απελπισμένη, φοβισμένη και μπερδεμένη.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι: πώς μπορούμε να αντιληφθούμε αυτή την εκπραξία του τραυματικού προτύπου αρκετά νωρίς και αρκετά βαθιά, ώστε όχι μόνο να το περιορίσουμε, αλλά και να το μετατρέψουμε σε μια εδώ και τώρα μεταμορφωτική ευκαιρία;

Ο αδιάφορος παρευρισκόμενος και το ορθογώνιο του τραύματος

Είναι στη φύση των εκπραξιών ότι διαταρράσουν και τους δύο συντρόφους της θεραπευτικής δυάδας, αλλά κυρίως τον θεραπευτή: όταν απροσδόκητα χάνουμε τη θεραπευτική μας θέση και βρισκόμαστε σε ρόλο θύματος ή θύτη, έχουμε συνήθως μια έντονη επίγνωση ότι “κάτι δεν πάει καλά”, ότι η συμμαχία έχει χαθεί και ότι αποτυγχάνουμε να επιτελέσουμε τη λειτουργία του διασώστη (Soth, 2013). Είναι φυσικό σε αυτό το σημείο να θέλουμε να υποχωρήσουμε και να ανασυνταχθούμε. Ωστόσο, αυτό μπορεί να μας φέρει σε μια άλλη δύσκολη θέση: του παρευρισκόμενου.

Λίγες εβδομάδες αργότερα, αφού η Μέλανι και η Τζέιν είχαν συνέλθει από την εκπραξία που δεν κατάφεραν να περιέξουν, την οποία περιγράψαμε προηγουμένως, αποκαλύφθηκε μια άλλη διάστασή της. Ο λόγος για τον οποίο η Τζέιν ξεκίνησε την αλλαγή θέματος όταν ένιωθε πιο παλινδρομημένη ήταν ότι την έφερε σε επαφή με μια άλλη -για εκείνη μάλλον πιο επείγουσα- στιγμή παλινδρόμησης: ήθελε να μιλήσει για το ραντεβού της το προηγούμενο βράδυ επειδή ο νέος της φίλος είχε επιδείξει κάποια ανησυχητικά επιθετική συμπεριφορά που την είχε τρομάξει.

Έτσι, η αλλαγή θέματος δεν ήταν απλώς ένας αντιπερισπασμός· ήταν επίσης μια νέα, εκκολαπτόμενη παρόρμηση να αναζητήσει υποστήριξη και βοήθεια. Η περσόνα της του “τα καταφέρνω” που αντιμετώπιζε την κατάσταση ήταν προσωρινά απούσα και πλησίαζε τη Μέλανι από ένα φοβισμένο μέρος, κάτι που δεν θα μπορούσε να κάνει προς κανέναν από τους γονείς της. Αλλά μεταξύ των δύο τους, αυτή η άγνωστη και ανομολόγητη ανάγκη χάθηκε σε εκείνο το σημείο, και η εκπραξία της γονεϊκής μάχης πήρε τη σκυτάλη.

Εκείνη τη στιγμή, και πολύ περισσότερο όταν η Μέλανι στη συνέχεια έγινε αμυντική και αποσύρθηκε, εκδηλώθηκε μια τέταρτη φιγούρα που έχουμε καταλήξει να αναγνωρίζουμε και να ονομάζουμε “αδιάφορο παρευρισκόμενο”. Αυτός ο χαρακτήρας είναι ο μάρτυρας που αποτυγχάνει να εμπλακεί, μια αντεστραμμένη αρνητική εικόνα του διασώστη. Στην πραγματικότητα, πρόκειται συνήθως για έναν αμελή, μη διαθέσιμο γονέα ή άλλο συγγενή, ο οποίος απέστρεψε το βλέμμα του όταν το παιδί υπέστη κακοποίηση ή κακομεταχείριση. Συχνά αυτό το άτομο ήταν τραυματισμένο και το ίδιο και -ζώντας σε κατάσταση απόσχισης- τείνει να βλέπει τις πράξεις κακοποίησης ως “φυσιολογικές”. Στις περισσότερες περιπτώσεις πρώιμου παιδικού τραύματος, διαπιστώνουμε ότι ο ενήλικος επιζώντας φέρει συναισθήματα τόσο πόνου όσο και οργής προς τον παρευρισκόμενο, παρόμοια με τα συναισθήματα προς τον θύτη.

Συμπεριλαμβάνοντας τον ρόλο του παρευρισκόμενου, που υπάρχει σε κάποια μορφή στις περισσότερες εκπραξίες, επεκτείνουμε το τρίγωνο του δράματος στο ορθογώνιο του τραύματος (βλ. Σχήμα 3).

Όπως και οι άλλοι ρόλοι, οι πτυχές του “αδιάφορου παρευρισκόμενου” μπορούν να εμφανιστούν οπουδήποτε στον θεραπευτικό χώρο: στον θεραπευτή, ο οποίος μπορεί να βρεθεί αφηρημένος, κουρασμένος, αδιάφορος· στον θεραπευόμενο που αισθάνεται ληθαργικός, αμφισβητώντας την αξία της θεραπείας ή τη γνήσια φροντίδα του θεραπευτή. Σε αντίδραση απέναντι σε αυτές τις αμφιβολίες, μπορεί επίσης να εμφανιστεί μέσω των αγωνιωδών προσπαθειών του θεραπευτή να αντισταθμίσει την απτή αίσθηση απουσίας που χαρακτηρίζεται από παραμέληση, την οποία δημιουργεί ο παρευρισκόμενος. Συνήθως όμως εκδηλώνεται, όπως στο παράδειγμά μας, με την υποχώρηση του θεραπευτή πίσω από την επαγγελματική του περσόνα, αφού συναντήσει, μέσω μιας εκπραξίας, ένταση που τον αναστατώνει υπερβολικά,.

Επιπλοκές στη σχέση στην εργασία για το τραύμα

ορθογώνιο τραύματος

Αυτό το άρθρο καθιερώνει την ποιοτική διαφορά μεταξύ του τραύματος μεμονωμένου συμβάντος και του αναπτυξιακού τραύματος, καθώς και τις σχεσιακές επιπλοκές που είναι βέβαιο ότι θα προκύψουν στη θεραπευτική σχέση όταν πρόκειται για οποιονδήποτε βαθμό αναπτυξιακού τραύματος.

Προτείναμε ότι το τραυματικό σενάριο, που περιλαμβάνει και τις τέσσερις θέσεις του θύματος, του θύτη, του διασώστη και του παρευρισκόμενου, εσωτερικεύεται και παγώνει στο ψυχοσώμα του παιδιού. Με αυτόν τον ενσαρκωμένο, σε μεγάλο βαθμό ασυνείδητο τρόπο, η δυναμική της πληγής μεταφέρεται και διαιωνίζεται μέσα στα συμπτώματα του τραύματος, για να εκδηλωθεί ξανά μόλις βρεθεί ένας αρκετά ασφαλής χώρος ίασης, όπως η θεραπευτική σχέση. Με την εμβάθυνση του δεσμού μεταξύ θεραπευόμενου και θεραπευτή, μπορεί να δημιουργηθεί ένα σχεσιακό δοχείο, μέσα στο οποίο το τραυματικό σενάριο μπορεί να εξωτερικευτεί εκ νέου. Προτείναμε ότι σε διάφορες στιγμές οι φιγούρες του ορθογωνίου του τραύματος μπορούν να σχηματιστούν και να ενσαρκωθούν απροσδόκητα και ενορμητικά, με τη θεραπευτική δυάδα να είναι πιθανό να αναπαράγει και να επαναδιαδραματίσει τις μεταξύ τους τραυματικές σχέσεις (Soth, 2006b, 2006c, 2016).

Πολλοί από τους εποπτευόμενούς μας τρομοκρατούνται όταν διαπιστώνουν ότι τους έχει καταλάβει η εκπραξία, επειδή η πλήρης εμπειρία του ψυχοσώματος συνήθως έρχεται σε αντίθεση με τη στάση και την αυτοεικόνα του θεραπευτή (διασώστη) και συχνά η πρωτόγονη έντασή της οδηγεί τον θεραπευτή πέρα από τη ζώνη άνεσης και τη συνήθη θέση του.

Σχήμα 3: Το ορθογώνιο του τραύματος

Σε αυτό το σημείο οι θεραπευτές βιώνουν μια απώλεια ελέγχου, μια αίσθηση ότι έχουν χάσει τη θεραπευτική τους θέση καθώς και τη θεραπευτική συμμαχία. Πολλοί θεραπευτές θα ερμηνεύσουν αυτό ως λάθος ή ανικανότητά τους, ενώ το πιθανότερο είναι ότι αποτελεί ένδειξη της βαθιάς εμπλοκής τους.

Αλλά αν οι θεραπευτές δεν είναι προετοιμασμένοι και δεν έχουν διαβεβαιωθεί ότι το να καταλαμβάνονται από τους διάφορους ρόλους του ορθογωνίου του τραύματος είναι στη φύση της εργασίας, είναι απίθανο να είναι πλήρως διαθέσιμοι να το βιώσουν. Χωρίς τη διαθεσιμότητα του θεραπευτή να καταληφθεί με αυτόν τον τρόπο και να παρασυρθεί στην εκπραξία, να γίνει συμμέτοχος σε αυτήν μέσα στην ασφάλεια των θεραπευτικών ορίων, το ασυνείδητο του θεραπευόμενου υποψιάζεται ότι ο θεραπευτής παίζει εκ του ασφαλούς, χρησιμοποιώντας τις γνώσεις του αμυντικά για να παραμείνει προστατευμένος και να ξεφύγει από την τραυματική ένταση της οποίας ο θεραπευόμενος δεν μπορεί παρά να αισθάνεται στο έλεος της.

Είναι πέρα από το πλαίσιο αυτού του άρθρου να επεκταθούμε στους διάφορους τρόπους με τους οποίους μαθαίνουμε τι βοηθά τους εποπτευόμενους να επεξεργάζονται τις επαναδιαδραματίσεις τραυματικών σεναρίων. Πολλοί από αυτούς λένε δικαίως ότι αυτό μοιάζει με επικίνδυνο έδαφος, συχνά πολύ κοντά στον επανατραυματισμό. Όταν όμως οι ίδιοι οι εποπτευόμενοι αισθάνονται ότι συγκρατιούνται αντί να αυτοκατηγορούνται για τις εμπλοκές και τα “λάθη” τους, και όταν επιβιώνουν από τις εκπραξίες με τους θεραπευόμενούς τους και στη συνέχεια διαπιστώνουν ότι ως συνέπεια η θεραπευτική σχέση βαθαίνει, τότε αρχίζουν να αναγνωρίζουν με κάποια αυτοπεποίθηση τις δυνατότητες των εκπραξιών στη μεταμόρφωση των μακροχρόνιων και βαθιά ριζωμένων αναπτυξιακών τραυμάτων.

Βιβλιογραφία

Beebe, B., & Lachmann, F. (2013). The origins of attachment: Infant research and adult treatment. New York: Routledge

Benjamin, J. (1998). Like Subjects, Love Objects: Essays on Recognition and Sexual Difference. Yale University Press

Davies, J.M. & Frawley, M.J. (1994). Treating the adult survivor of childhood sexual abuse. Basic Books, New York

Ecker, B. (2012) Unlocking the Emotional Brain – Eliminating symptoms at their root using memory re-consolidation. Hove: Routledge

Fairbairn, W. (1974) Psychoanalytic Studies of the Personality. Routledge. N.Y.

Heitzler, M. (2008). The processing body: Integrating EMDR & body psychotherapy. Presentation at the 9th EMDR EuropeAssociation Conference, London, England

Heitzler, M. (2009) Towards an Integrative Model of Trauma Therapy. In: Contemporary Body Psychotherapy – The Chiron Approach. Hartley L. (ed) Hove, Routledge

Heitzler, M. (2011) Crowded Intimacy – Engaging Multiple Enactments in Complex Trauma Work. The British Journal of Psychotherapy Integration. Volume 8, Issue 1, 15-26

Heitzler, M. (2013) Broken Boundaries, Invaded Territories: The Challenges of Containment in Trauma Work. International Body Psychotherapy Journal. The Art and Science of Somatic Praxis. Volume 12, Number 1, 2013 pp 28-41

Herman, J. (1992). Trauma and Recovery. The Aftermath of violence-from domestic abuse to political terror. New York: Basic Books.

Johnson, S. M. (1994) Character Styles. Norton & Company

Kalsched, D. (1996) The Inner World of Trauma: Archetypal Defences of the Personal Spirit. Routledge.

Karpman, S. (1968). Fairy tales and script drama analysis. Transactional Analysis Bulletin, 7(26), 39-43.

Levine, P. (1997). Waking the tiger: Healing trauma: e innate capacity to transform overwhelming experiences. Berkeley, CA: North Atlantic Books.

Levine, P. (2010). In an unspoken voice: How the body releases trauma and restores goodness. Berkeley, CA: North Atlantic Books.

Lyons-Ruth, K. (1998) Implicit Relational Knowing: Its role in development and psychoanalytic treatment. Infant Mental Health Journal, 19, 282-289

Messler-Davies, J. and Frawley, M. (1994) Treating the Adult Survivor of Childhood Sexual Abuse. Basic Books: New York

Ney, Philip G. (1988) Triangles of Abuse: A Model of Maltreatment. Child Abuse and Neglect. The International Journal, v12 n3 p363-73

Ogden, P. & Minton, K. & Pain, C. (2006) Trauma and the Body: A Sensorimotor Approach to Psychotherapy. W. W. Norton & Company.

Reich, W. (1933/1949/1972) Character Analysis. New York: Touchstone.

Rothschild, B. (2000) The Body Remembers. London: Norton.

Rothschild, B. (2006) Help for the Helper: The Psychophysiology of Compassion Fatigue and Vicarious Trauma. W. W. Norton & Company.

Schore, A. (1994) Affect Regulation and the Origin of the Self. Lawrence Erlbaum: Hove

Schore, A. (2003) Affect Regulation and the Repair of the Self. Lawrence Erlbaum: Hove

Soth, M. (2005) Embodied Countertransference. in: Totton, N. (2005) New Dimensions in Body Psychotherapy. Maidenhead: OUP

Soth, M. (2006a) How ‘the wound’ enters the room and the relationship. BACP Journal Therapy Today, December 2006. Soth, M. (2006b) “What Therapeutic Hope for a Subjective Mind in an Objectified Body?” Part 1 – in: Journal for Body, Movement and Dance in Psychotherapy, 1, 43-56.
[Πώς το Τραύμα Εισχωρεί στο Δωμάτιο της Θεραπείας]

Soth, M. (2006c) “What Therapeutic Hope for a Subjective Mind in an Objectified Body?” Part 2 -in: Journal for Body, Movement and Dance in Psychotherapy, 2, 143-154.

Soth, M. (2007) The implicit relational stance and habitual positions. CABP Journal No 35, July 2007

Soth, M. (2008) Embracing the paradigm clash between the ‘medical model’ and counselling. Therapy Today January 2008

Soth, M. (2013) ‘We are all relational, but are some more relational than others?’ – completing the paradigm shift towards relationality. In: Transactional Analysis Journal April 2013 vol. 43 no. 2 p. 122-137

Soth, M. (2015) Commentary and critique of introductory chapter of Martha Stark’s 1999 “Modes of Therapeutic Action”. Retrieved 10/1/2018: http://integra-cpd.co.uk/psychotherapy-cpd/commentary-and-critique-of-introductory-chapter-of-martha-starks-1999-modes-of-therapeutic-action/

Soth, M. (2016) Enactments: are these to be welcomed or avoided? (CONFER 2016). Retrieved 10/1/2018: http://integra-cpd.co.uk/cpd-resource/soth2016_confer_160924_enactment/

Stark, M. (1999). Modes of therapeutic action. Northvale, NJ: Jason Aronson.

Stern, D.N. (1985). The Interpersonal World of the Infant: A View from Psychoanalysis and Development Psychology. Basic Books

van der Kolk, B.A., McFarlane, A.C., Weisaeth, L. (1996) Traumatic Stress: The effects of overwhelming experience on mind, body and society. The Guildford Press: N.Y.

van der Kolk, B. A. & Fisler, R. (1995). Dissociation and the fragmentary nature of traumatic memories: Overview and exploratory study. Journal of Traumatic Stress, 8 (4), 505-525

Μπορείτε να δείτε εδώ το εκπαιδευτικό πρόγραμμα της Morit Heitzler  

Θεραπεία Τραύματος:
Σχεσιακή και Σωματική Προσέγγιση

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Scroll to Top