Συνέντευξη του Michael Soth

στην Εναλλακτική Δράση, 2019​

Michael, γιατί χρειαζόμαστε τη συντροφικότητα; Είναι μια έμφυτη ανάγκη ή απλά κάτι που μάθαμε από την κοινωνία και προσπαθούμε να αναπαράγουμε;
Φαίνεται πως η ανάγκη για συντροφικότητα είναι βαθιά χαραγμένη στην ανθρώπινη βιολογία – άλλωστε, είμαστε θηλαστικά, ως νεογέννητα είμαστε εξαρτημένα από το κοινωνικό μας περιβάλλον, τους γονείς και τους παππούδες μας για μία εξαιρετικά μακρά περίοδο. Όπως μας δίδαξε η διαπροσωπική νευροβιολογία, είμαστε βαθιά κοινωνικά όντα και η ταυτότητά μας είναι κατασκευασμένη κοινωνικά. Σύμφωνα με τον νευροεπιστήμονα συναισθημάτων Jaak Panksepp, ο εγκέφαλός μας διαθέτει επτά έμφυτα μονοπάτια και συστήματα (βλ. https://www.youtube.com/watch?v=65e2qScV_K8), κάποια από τα οποία είναι σχεδιασμένα για να εγκαθιδρύουν και να διευκολύνουν τους δεσμούς μας με άλλους ανθρώπους.

O John Bowlby (https://www.youtube.com/watch?v=3LM0nE81mIE) ήταν εκείνος που μελέτησε τον ανθρώπινο δεσμό και τι μπορεί να πάει στραβά με αυτόν στην πρώιμη παιδική ανάπτυξη και έτσι τον έβαλε στο χάρτη της ψυχολογίας, της ψυχανάλυσης και της ιατρικής φροντίδας. Ενώ ο Freud πίστευε ότι οι άνθρωποι καθοδηγούνται από ενορμήσεις και αναζητούν την απόλαυση, από τη δεκαετία του ’50 και μετά, υπήρξε μια σημαντική φιλοσοφική στροφή στη σκέψη όπως η αναζήτηση αντικειμένου (Fairbairn), η οποία οδήγησε αργότερα στην ιδέα της πρωταρχικής διυποκειμενικότητας (π.χ. ότι οι άνθρωποι αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλο από τη γέννηση και μετά ως αλληλένδετα υποκείμενα με ικανότητα δράσης και αλληλεπίδρασης (https://www.youtube.com/watch?v=pW42_wYNGWk). Από την άλλη πλευρά, η μοναχικότητα και τα ευεργετικά της οφέλη υποτιμούνται σε μεγάλο βαθμό, ειδικά όσο μεγαλώνουμε (υπάρχει ένα βιβλίο πάνω σε αυτό το θέμα από έναν γνωστό Γιουγκιανό συγγραφέα, τον Anthony Storr).

Αλλά το βαθύτερο ερώτημα είναι: Τι είδους σύνδεση έχουμε με τους άλλους; Είναι η σύνδεσή μας αυτή μία έκφραση των εγγενών αναγκών μας; Ορισμένοι από τους τρόπους με τους οποίους προσπαθούμε να συνδεθούμε με τους άλλους είναι ξεκάθαρα εθιστικοί, αλληλοεξαρτώμενοι και ουσιαστικά μια απόδραση από την οικειότητα. Οπότε σε μια τέτοια περίπτωση, οι άλλοι γίνονται ένα εργαλείο το οποίο χρησιμοποιούμε για να καλύψουμε τις πληγές μας και να αποστασιοποιηθούμε από τα ευαίσθητα κομμάτια μας. Ως εκ τούτου, η συντροφικότητα αυτή δεν χαρακτηρίζεται από αγάπη και δεν πηγάζει από τρυφερότητα, αλλά από αίτημα να εκπληρωθούν οι ανάγκες μας και να χρησιμοποιήσουμε τους άλλους ως αντικείμενα και ως μέσα επιβράβευσης.

Στη Δύση, ζούμε στην εποχή μιας επιδημίας ναρκισσισμού, με αποτέλεσμα οι εγγενείς ανάγκες μας για σύνδεση με τους άλλους να θάβονται και να κρύβονται κάτω από στρώματα και στρώματα αποσύνδεσης, εθισμών και αμυνών, π.χ. σχέσεις ως ένα ψευδές υποκατάστατο των βαθύτερων αναγκών. Επομένως, σε αυτό το είδος πολιτισμικού κλίματος – όπου η ανθρώπινη καρδιά λιμοκτονεί μπροστά από έναν μπουφέ τεράστιας ποικιλίας – οι προσπάθειες των ανθρώπων για συντροφικότητα διαμορφώνονται και επηρεάζονται από τις κοινωνικές νόρμες και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Όσο όμως δεν μπερδεύουμε τα likes του Facebook με τη συντροφικότητα, ή τη ναρκισσιστική μας λαχτάρα για αγάπη, η εγγενής ανάγκη για συντροφικότητα είναι διαυγής και ορατή. Η ανθρώπινη ψυχή και η επιθυμία μας για αγάπη και πραγματική σύνδεση είναι άφθαρτη και συνεχώς επιζητά τρόπους να μετατρέψει το πιο ανόητο τσίρκο διασημοτήτων σε ένα ταξίδι της καρδιάς και την πιο παραμελημένη έρημο σε ένα κήπο γεμάτο τριαντάφυλλα.

Υπάρχουν κάποια διακριτά στάδια τα οποία περνούν οι διαπροσωπικές σχέσεις; Αν ναι, μπορείς να τα συνοψίσεις;
Σε έναν «ιδανικό» κόσμο, οι σχέσεις ξεκινούν με τον έρωτα. Και με τον έρωτα, οι σχέσεις ξεκινούν σε έναν «ιδανικό» κόσμο. Ωστόσο, ένα γνωστό ρητό λέει ότι “το να ερωτευτούμε είναι εύκολο, κάθε ανόητος μπορεί να ερωτευθεί”. Το δύσκολο και κοπιαστικό κομμάτι είναι να μάθουμε να αγαπάμε, η πραγματική καθημερινή μας ικανότητα να αγαπάμε τον άλλον όπως είναι (αντί να πιέζουμε και να πλάθουμε τους άλλους σε ένα καλούπι έτσι όπως εμείς χρειαζόμαστε να είναι).

Οπότε ένας τρόπος για να περιγράψουμε το ταξίδι προς την ώριμη σχέση είναι από την άγνοια του έρωτα προς τη λήψη ευθυνών της αγάπης. Τότε η ερώτηση αλλάζει από το «μ’ αγαπάς;» στο «το νιώθεις ότι σ’ αγαπώ;». Κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού, μία από τις κρισιμότερες φάσεις που ένα ζευγάρι περνά είναι η απογοήτευση μετά την αρχική εξιδανίκευση: συνειδητοποιούμε ότι ο άλλος δεν είναι ο θεός ή η θεά την οποία ερωτευθήκαμε, που θα μας συμπληρώνει τέλεια και που θα κάνει την υπόλοιπη ζωή μας ευτυχισμένη με μηδέν κόπο. Αντιθέτως, η μυστηριώδης ετερότητα του άλλου – που αρχικά βρήκαμε ελκυστική – εύκολα μετατρέπεται σε εμπόδιο, ύστερα σε αντικείμενο τριβής και συχνά σε δυσαρέσκεια.

Οι θεραπευτές ζεύγους έχουν μια διαδεδομένη, αποδεκτή αρχή: «είτε το εξελίσσεις, είτε το παντρεύεσαι», δηλαδή: όποιες ικανότητες ή ποιότητες νιώθω ότι θέλω από τον άλλο, αργά ή γρήγορα χρειάζεται να βρω και να αναπτύξω κι εγώ μέσα μου. Αυτή η διαδικασία περιλαμβάνει και τη σύγκρουση ανάμεσα στο ζευγάρι, και την ακύρωση της αρχικής – συνήθως ασυνείδητης «συμφωνίας» ανάμεσά τους όταν ξεκινούσαν τη σχέση τους. Γενικά μιλώντας, η κουλτούρα μας φαίνεται να αγνοεί να κατανοήσει ότι η τριβή σε ένα ζευγάρι έχει αναπτυξιακή λειτουργία – έχει σκοπό να χτίσει το χαρακτήρα μας, ή όπως ο Jung έλεγε, είναι μέρος της διαδικασίας εξατομίκευσης. Ο άλλος είναι η άμμος στο όστρακο που θα δημιουργήσει το μαργαριτάρι του Εαυτού μας. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει ένας ανώτερος σκοπός για τον οποίο τα ζευγάρια τσακώνονται και δυσκολεύονται, και ένα σημαντικό μέρος της θεραπείας ζεύγους είναι να βοηθήσει τους συντρόφους να ανακαλύψουν τον μεγαλύτερο αυτό σκοπό.

Στις περισσότερες σχέσεις, η αγάπη εμποδίζεται από τις βαθιά και μακροχρόνια εγκαθιδρυμένες συνήθειες και μοτίβα, οι περισσότερες από τις οποίες πηγάζουν από παιδικές εμπειρίες αγάπης ή έλλειψης αγάπης και από διαφορετικούς βαθμούς ανασφαλούς ή αποφευκτικού τύπου δεσμού. Μία απλή εικόνα γι’ αυτό είναι ότι κουβαλάμε παντού μαζί μας ένα αμυντικό οπλοστάσιο – μια σειρά προστατευτικών μηχανισμών που προστατεύουν την καρδιά μας – που εμποδίζει τη ροή της αγάπης ανάμεσα στο ζευγάρι.

Επομένως, υπάρχουν διαφορετικά στάδια στη ζωή ενός ζευγαριού όπου παγιδευόμαστε σε αυτά τα μοτίβα, προβάλλοντάς τα συνεχώς πάνω στον άλλο και πολλές φορές πυροδοτούνται από τον άλλο – και αν λάβουμε λίγη βοήθεια, μπορούμε να δουλέψουμε αυτά τα μοτίβα και τις άμυνες. Έτσι, τα ζευγάρια περνούν μέσα από στάδια συνειδητοποίησης πως ο καθένας κουβαλά παιδικές πληγές, οικογενειακές πληγές, πολιτισμικές πληγές – πως δεν έχουν σχέση μόνο δύο άτομα, αλλά δύο οικογένειες – και πως οι άμυνες ενάντια σε αυτές τις πληγές διαμορφώνουν το κλίμα του σπιτικού μας. Κουβαλάμε τους προγόνους μας μαζί μας και αυτοί «συνωστίζονται» στο σπίτι και στο υπνοδωμάτιό μας. Η Esther Perel, μια από τις σημαντικότερες θεραπεύτριες ζεύγους στον κόσμο, λέει ότι έχει κάνει τρεις γάμους στη ζωή της – με το ίδιο άτομο. Επομένως, υπάρχουν σίγουρα διακριτά στάδια στη σχέση ενός ζευγαριού τα οποία φαίνεται να διανύουμε και αντιστοιχούν στα στάδια του ταξιδιού της ζωής μας

Έχεις πει πως «ένας από τους σκοπούς/παρενέργειες της σχέσης είναι να καταστρέψει ο ένας τις άμυνες του άλλου». Τι εννοείς ακριβώς;
Για πολλούς από εμάς, το μόνο πράγμα που μας κινητοποιεί επαρκώς για να δουλέψουμε σκληρά ώστε να αντιμετωπίσουμε τις δικές μας άμυνες είναι μια τρυφερή σχέση. Τις περισσότερες φορές, θεωρούμε αυτές τις άμυνες δεδομένες, ότι είναι εμείς, ότι είναι μέρος της ταυτότητάς μας. Αλλά στην πραγματικότητα είναι εμπόδιο για την εξέλιξη, την ωρίμανση και την ενσυναίσθηση, σαν ένας γυάλινος τοίχος που καλύπτει την καρδιά. Υπάρχει ένα όμορφο ποίημα του Rumi, που λέει:

Michael Soth

«Αυτό που σε πονά, σε ευλογεί. 

Το σκότος είναι το κερί σου. 

Τα εμπόδιά σου είναι η αποστολή σου.

Θα μπορούσα να το εξηγήσω αυτό, 

αλλά θα σπάσει το γυάλινο τοίχο γύρω από την καρδιά σου 

και αυτό δεν θα μπορεί να διορθωθεί.

Πρέπει να έχεις και την πηγή του σκότους και εκείνη του φωτός. 

Αφουγκράσου και ξεκούρασε το κεφάλι σου κάτω από το δέντρο του δέους».

Συνεπώς, υπάρχει ένας βαθύς λόγους για να καταστρέψουν οι εραστές τον γυάλινο τοίχο που καλύπτει την καρδιά τους. Τα ζευγάρια πέφτουν ο ένας πάνω στις άμυνες του άλλου σαν ιππότες που θυσιάζονται στο απλωμένο σπαθί του άλλου. Χρειάζεται να θυμώνουμε με τις άμυνες του άλλου – ακόμα κι αν χρειαστεί να παλέψουμε με τις άμυνές του για τους δικούς μας προσωπικούς λόγους, υπάρχει ωστόσο λόγος που παλεύουμε, μια τελεολογία στους αέναους κύκλους των καυγάδων και των τριβών.

Michael, σύμφωνα με την εμπειρία σου, ποιοι είναι οι λόγοι που πολλοί άνθρωποι προτιμούν να παραμένουν σε μια σχέση που δεν προσφέρει τίποτα πια, αντί να χαράξουν μια νέα πορεία και να αναζητήσουν μια καλύτερη σχέση;
Με βάση όλα όσα προανέφερα, όταν οι άνθρωποι στις σχέσεις φτάσουν στα όριά τους και έχουν πληγωθεί πολλές φορές, και όταν η δυσαρέσκεια και η πικρία για τον άλλο υπερτερεί της αγάπης και της τρυφερότητας, ο νους τους σκαρφίζεται όλων των ειδών τις δικαιολογίες και τις εκλογικεύσεις: «δεν είναι το ίδιο άτομο που ερωτεύτηκα – έχει αλλάξει!». «Αποδεικνύεται ότι ήμασταν τελικά αταίριαστο ζευγάρι», «Μεγαλώσαμε και αλλάξαμε και δεν έχουμε πια τίποτε κοινό». Αλλά συνήθως αυτές οι σκέψεις είναι απλά τα επιφανειακά συμπτώματα μιας τάσης απόδρασης από την κρίση, με γενικούς όρους συχνά η κρίση της απογοήτευσης: ο άλλος από το να λειτουργεί σαν βάλσαμο για την ψυχή έχει καταλήξει να είναι περισσότερο το αλάτι στην πληγή. Αυτές οι σκέψεις και οι τάσεις απόδρασης είναι απόλυτα κατανοητές – όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι και έγκυρες, ρεαλιστικές ή αξιόπιστες, ή ότι δικαιολογούν το τέλος μιας σχέσης. Για τον θεραπευτή ζεύγους, που παρατηρεί ουδέτερα απ’ έξω, είναι συνήθως προφανές ότι και οι δύο σύντροφοι κρύβονται από τον ίδιο τους τον εαυτό και από την επιτακτική ανάγκη να διδαχτούν κάποια μαθήματα.

Σε πολλές καταστάσεις, αν οι άνθρωποι χωρίσουν σε κάποιο σημείο, απλά επαναλαμβάνουν το ίδιο πράγμα με τον επόμενο σύντροφο. Ακόμα κι αν το ζευγάρι έχει αποφασίσει να χωρίσει, οι ψυχοθεραπευτικές συνεδρίες ζεύγους έχουν και πάλι κάποιο νόημα, ώστε τα άτομα να μπορέσουν να πάρουν μαθήματα ακόμα κι από μια σχέση που καταρρέει, με στόχο να μην επαναληφθούν τα ίδια μοτίβα και τα δυναμικά. Σε πολλές περιπτώσεις ζευγαριών, δεν είναι απόλυτα ξεκάθαρο το αν η απόφαση χωρισμού αποτελεί το αποτέλεσμα μιας υγιούς και ώριμης επιθυμίας να προχωρήσουν σε κάτι καλύτερο, ή αν είναι μια τυφλή φυγή που απλά θα έχει ένα χειρότερο αποτέλεσμα.

Η χρήση της θεραπείας ζεύγους για να πάρουμε μαθήματα από την κρίση στη σχέση μας και από την κατάρρευση της αγάπης, συνήθως δεν είναι μια εύκολη υπόθεση που μπορεί να γίνει σε λίγες συνεδρίες. Όμως, ορισμένες φορές, η σκοτεινότερη ώρα είναι πριν την αυγή, και η ώριμη αγάπη μπορεί να αναγεννηθεί σαν τον φοίνικα από τις στάχτες της απογοήτευσης. Είναι αλήθεια ότι τα περισσότερα ζευγάρια έρχονται αρκετά αργά για ψυχοθεραπεία, χρόνια μετά απ’ όταν θα έπρεπε να είχαν αναζητήσει βοήθεια, και φθάνουν στο γραφείο του θεραπευτή ζεύγους όταν η απογοήτευση, η σύγχυση και η εχθρότητα έχουν εδραιωθεί βαθιά. Αλλά η απόφαση για το αν κάποιος θα χαράξει νέα πορεία μέσα στην υπάρχουσα σχέση ή προς μία νέα σχέση, εξαρτάται πολύ από τη στήριξη, τους πόρους και την ψυχική σοφία που ένα ζευγάρι σε κρίση μπορεί να αντλήσει. Άλλωστε, λίγες συνεδρίες θεραπείας ζεύγους κοστίζουν ένα μικρό μόνο μέρος του ποσού που τα περισσότερα ζευγάρια ξοδεύουν για το διαζύγιο.

Πολλές φορές, έχω αναρωτηθεί στη ζωή μου: Ερωτεύομαι το πρόσωπο που βλέπω μπροστά μου ή τις προσδοκίες και τις επιθυμίες που αυτό το πρόσωπο μου προκαλεί; Ερωτεύομαι τον άλλο ή τη φαντασιακή πλευρά του εαυτού μου; Υπάρχει τρόπος να ξεχωρίσουμε τη μία περίπτωση από την άλλη;
Η θεραπευτική προσέγγιση που έχει «συσσωρεύσει» περισσότερη σοφία ως προς αυτή την ερώτηση είναι η Γιουγκιανή. Παραδοσιακά, υποστηρίζουν ότι ένας άνδρας ερωτεύεται την «anima» του και μια γυναίκα ερωτεύεται τον «animus» της. Αυτές οι ιδέες έχουν αμφισβητηθεί αρκετά, και έτσι πρέπει να γίνεται, εξαιτίας των βαθιών πατριαρχικών και ετεροσεξιστικών χαρακτηριστικών τους• και πολλοί θεωρούν ότι αυτές οι ιδέες είναι ξεπερασμένες.

Αλλά ίσως παραείμαστε αυστηροί με αυτές. Ίσως να υπάρχουν τρόποι με τους οποίους να μπορούμε να αντλήσουμε κάτι χρήσιμο και πολύτιμο από τις ιδέες εκείνης της ψυχοθεραπευτικής παράδοσης, που μπορούν να μας βοηθήσουν στις σχέσεις μας. Είτε είμαστε άνδρες, είτε γυναίκες και ασχέτως του σεξουαλικού μας προορισμού και ταυτότητας, όποιος έχει έστω και λίγο ακολουθήσει τα όνειρά του, θα συνειδητοποιήσει ότι ο κόσμος της φαντασίας κατοικείται από εικόνες θηλυκών και αρσενικών φιγούρων, οι οποίες εξελίσσονται στο χρόνο. Παραδοσιακά, ο Jung θεωρούσε ότι ένας άνδρας αναπτύσσει αργά εικόνες θηλυκότητας, διαφοροποιώντας τες από τις εικόνες της μητέρας του, τόσο την πραγματική μητέρα, όσο και τη φαντασιακή, αυτό που ο Jung ονόμαζε “το μητρικό σύνδρομο”. Και το αντίθετο για τη γυναίκα. Αλλά δεν χρειάζεται να περιορίζουμε αυτές τις ιδέες σε ετεροσεξιστικούς κανονιστικούς ισχυρισμούς. Και, σε κάθε περίπτωση, ποιος μπορεί να πει αν ο κόσμος της φαντασίας έχει ανοσία κατά της εγκαθίδρυσης και συνέχισης των πατριαρχικών στερεοτύπων;

Το πρόβλημα εδώ δεν είναι απαραίτητα οι θεραπευτικές ιδέες από μόνες τους, αλλά η υπεργενίκευσή τους ως οικουμενικές, στο χρόνο, στο χώρο και στους πολιτισμούς. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως τα μυθικά μοτίβα, τόσο σε μητριαρχικούς, όσο και σε πατριαρχικούς καιρούς, επιβιώνουν στα όνειρά μας και επηρεάζουν την προ-συνειδητή φαντασία μας. Αυτές οι εικόνες είναι φορτισμένες συναισθηματικά – οι Γιουγκιανοί τις αποκαλούν “απόκρυφες” – και μπορούν να επηρεάσουν κατά πολύ τις πράξεις μας• τέτοιες εικόνες μπορούν εύκολα να προβληθούν στον κόσμο, και έλκουν κατάλληλους ανθρώπινους στόχους τους οποίους ερωτευόμαστε.

Οι περισσότεροι άνθρωποι στη Δύση υποθέτουν ότι είναι ελεύθεροι να ερωτευθούν όποιον θέλουν, αλλά το ασυνείδητο καθοδηγεί και περιορίζει τις επιλογές μας και είναι εξαιρετικά επιλεκτικό. Για να μπορέσουμε να διαχωρίσουμε την μία περίπτωση “έρωτα” από την άλλη, το πρώτο ερώτημα δεν αφορά στους “στόχους” που υπάρχουν εκεί έξω, αλλά στη φύση και στην ποιότητα της συνήθειας του έρωτα, δηλαδή εσύ, ο εαυτός σου και το ασυνείδητό σου. Ένα στερεοτυπικό μοτίβο θα ήταν κάποιος που ερωτεύεται και ξε-ερωτεύεται γρήγορα και συχνά, και έχει έντονα συναισθήματα για όσο χρόνο η κατάκτησή του είναι άπιαστη, αλλά χάνει το ενδιαφέρον και βαριέται, μόλις ο άλλος δείξει ενδιαφέρον και ανταποδώσει – αυτή θα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε τη “συνήθεια Don Juan”. Πρόκειται για ένα ξεκάθαρο σημάδι που δείχνει ότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με αγάπη, αλλά με φαντασιακά κομμάτια τόσο του άλλου, όσο και του εαυτού σου.

Είναι η αγάπη αρκετή από μόνη της για να διατηρήσει μια σχέση;
Η απάντηση σε αυτή την ερώτηση εξαρτάται περισσότερο από το τι εννοείς όταν λες «αγάπη». Για να διατηρήσει κανείς μια σχέση, η αγάπη από μόνη της χρειάζεται να εξελίσσεται όσο εξελίσσονται και οι δύο σύντροφοι, οπότε ασφαλώς και δεν μιλάμε για οποιοδήποτε είδος στατικής αγάπης, για οποιαδήποτε βέβαιη, σταθερή κατάσταση από την οποία κρατιόμαστε. Υπάρχει ένα διάσημο ρητό από τον James Hillman που λέει ότι η αγάπη απαιτεί την εγκατάλειψη κάθε σταθερής εικόνας ή ορισμού της αγάπης. Αυτό που περιλαμβάνει, αντιθέτως, είναι ένα είδος περιέργειας που μπορεί να διατηρηθεί μόνο αν ξεχάσουμε κάθε είδος απαίτησης για αγάπη ή αντίληψης ότι ο άλλος μας χρωστάει αγάπη ή ότι είναι υποχρεωμένος να εκπληρώνει τους συζυγικούς του όρκους. Για να εξελιχθεί η αγάπη, χρειάζεται να ξεχάσουμε οποιαδήποτε άγκυρα μας κρατά σε ασφαλείς ακτές και να είμαστε περίεργοι για την αβεβαιότητα ενός σπουδαιότερου είδους αγάπης, που μπορεί να συμβεί μόνο αν δεν την βιάζουμε ή μόνο αν δεν κρεμιόμαστε από αυτή.

Όσον αφορά το τι εννοούμε μιλώντας για «αγάπη»: το «εγώ» μου, φυσικά, θέλει αγάπη με τους δικούς μου όρους, αλλά ο ορισμός και οι παράμετροι έχουν να κάνουν με την κατανόησή μου. Αλλά εξ ορισμού, αυτό δεν είναι αγάπη, αυτό είναι εγωισμός. Η απαίτηση για αγάπη υπό δικούς μου όρους είναι συνήθως μια «παγωμένη ανάγκη» – μια παιδική ηλικία παγωμένη στο χρόνο, απαιτώντας από τον/τη σύντροφό μας αυτό που δεν λαμβάναμε τόσα χρόνια πριν. Οι αρχαίοι Έλληνες γνώριζαν ότι το ισχυρό ποτάμι της αγάπης συνίσταται από διαφορετικές δυνάμεις και έτσι είχαν πέντε διαφορετικές λέξεις για διαφορετικά είδη αγάπης:

– Επιθυμία – Έλξη

– Έρωτας

– Στοργή

– Φιλία

– Αγάπη (συντροφική ανιδιοτελής αγάπη)

Για να διατηρήσουμε την αγάπη σε μια μακροχρόνια σχέση, πιθανότατα να χρειάζονται και οι 5 αυτοί διαφορετικοί συνδυασμοί στο πέρασμα του χρόνου.

Κατά τη γνώμη σου, ποιο είναι το μεγαλύτερο λάθος που κάνουν οι ψυχοθεραπευτές και οι ειδικοί ψυχικής υγείας όταν προσεγγίζουν τη θεραπεία ζεύγους;
Όμως, όπως σε όλες τις ψυχοθεραπείες, η θεραπεία λειτουργεί καλύτερα, και πιο κατανοητά, όταν ο θεραπευτής είναι ευέλικτος ως προς τη στάση του, όταν αναρωτιέται για τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της οποιασδήποτε σχεσιακής στάσης ή του σχεσιακού ρόλου που του δίνεται από τον θεραπευόμενο (ή στην περίπτωση του ζευγαριού: από τους δύο θεραπευόμενους). Παρόλο που η απόπειρα συνδυασμού διαφορετικών ψυχοθεραπευτικών προσεγγίσεων δεν είναι εύκολη και έχει τα δικά της εμπόδια, ένας τέτοιος ψυχοθεραπευτής κατέχει πάντα ένα βασικό πλεονέκτημα: μία μη δογματική ευελιξία και προθυμία να προσαρμοστεί στο άτομο που έχει μπροστά του. Λένε ότι σε κάποιον που κρατά ένα σφυρί, όλα μοιάζουν σαν ένα καρφί• ένας ψυχοθεραπευτής με μία και μοναδική ψυχοθεραπευτική προσέγγιση θα προσπαθήσει απλά να εφαρμόσει αυτή σε όποιον συναντά. Στη σφαίρα της θεραπείας ζεύγους, η μη δογματική συνθετική δεκτικότητα έχει ακόμα δρόμο μπροστά της.

Μιλάς για σωματική θεραπεία ζεύγους – τι είναι αυτό και πώς λειτουργεί;
Αν και η ιδέα της σωματικότητας έχει γίνει πολύ της μόδας στην ψυχοθεραπεία τα τελευταία 20 χρόνια, η πραγματική δουλειά με το σώμα έχει παραμένει κυρίως κλινική και επιφανειακή. Πολύ συχνά, περιορίζεται απλά σε άλλη μία τεχνική, σε ένα απλά κόλπο που επιστρατεύει ο ψυχολόγος, όταν ο θεραπευόμενος εμφανίζει αντίσταση στην ομιλούμενη θεραπεία. Μια μικρή μειοψηφία ψυχοθεραπευτικών παραδόσεων μόνο κατέχει μια βαθιά κατανόηση της σύνδεσης σώματος – νου, μέσα από τη σωματική ψυχολογία, κυρίως μέσω της Ραϊχικής παράδοσης και πιο πρόσφατα από τις ψυχοθεραπείες σωματικού τραύματος που πηγάζουν από αυτή την παράδοση.

Η σύγχρονη νευροεπιστήμη έχει αποδομήσει την ιδέα του 19ου αιώνα ότι ο νους προηγείται του σώματος (κάτι που ακολούθησε ο Freud και εμπλούτισε η ψυχαναλυτική σκέψη για τις επόμενες γενιές), αλλά δεν έφτασε στο σημείο να το μεταφέρει σε σωματικούς τρόπους εργασίας, τόσο σχεσιακά όσο και με όρους τεχνικής. Για τους σκοπούς της θεραπείας ζεύγους, το σωματικό στοιχείο γίνεται σημαντικό χαρακτηριστικό επειδή τόσοι πολλοί καταστροφικοί κύκλοι στους οποίους παγιδεύονται τα ζευγάρια διέπονται από μη λεκτική επικοινωνία, ακριβώς επειδή οι σύντροφοι είναι τόσο εξαρτημένοι ο ένας από τον άλλο και γνωρίζονται τόσο καλά. Θεωρητικά, υπάρχουν ορισμένες προσεγγίσεις στη θεραπεία ζεύγους, που προσπαθούν να κατανοήσουν ακριβώς αυτό υπό όρους μοτίβου δεσμού (προσκόλλησης) του κάθε συντρόφου, κάτι που βρίσκεται ριζωμένο σε μη λεκτικές εμπειρίες δεσμού.

Με απλά λόγια: τα περισσότερα από τα «μοντέλα εργασίας» μας για συντροφικότητα και αγάπη αναπτύχθηκαν πριν αποκτήσουμε ξεχωριστό, ατομικό νου και γι’ αυτό αυτά τα αποτυπώματα βρίσκονται αποθηκευμένα στη «σιωπηλή» σωματική μνήμη. Αυτά τα «σιωπηλά» μοτίβα ενεργοποιούνται χρόνια αργότερα, όταν οι άνθρωποι δημιουργούν στενές διαπροσωπικές σχέσεις• θα μπορούσαμε επίσης να πούμε ότι το μεγαλύτερο μέρος του ασυνειδήτου είναι φανερό και παρόν και ενεργό στην υποσυνείδητη και μη λεκτική επικοινωνία, την οποία οι σύντροφοι δεν αντιλαμβάνονται συνειδητά και έτσι δεν μπορούν να λεκτικοποιήσουν. Αυτό εξηγεί και το γιατί, όταν η θεραπεία ζεύγους περιορίζεται μόνο στην ομιλία, καταλήγει να είναι περιοριστική και αναποτελεσματική – ο συλλογισμός του αριστερού εγκεφάλου και της γλώσσας συνήθως δεν έχει φτάσει ούτε στα αρχικά στάδια, όταν ο δεξιός εγκέφαλος έχει ήδη ερεθιστεί, συναισθηματικά και αντιδραστικά.

Στη σωματική θεραπεία ζεύγους, ο σωματικός θεραπευτής χρησιμοποιεί τη δική του σύνδεση νου – σώματος για να συνδεθεί και να μεσολαβήσει σε αυτά τα είδη υποσυνείδητων ανταλλαγών. Αυτό σημαίνει ότι ο ψυχοθεραπευτής θα προσκαλέσει το ζευγάρι να σηκωθεί από τις καρέκλες του, να πάρει συγκεκριμένες θέσεις ή στάσεις, να κινηθεί μέσα στο δωμάτιο ή να αλληλεπιδράσει φυσικά, ώστε οι προβολές και οι προβολικές ταυτίσεις να γίνουν φανερές μέσω των σωμάτων.

Οι γνώσεις για τη θεραπεία ζεύγους είναι χρήσιμες μόνο στους ψυχοθεραπευτές ζεύγους;
Θα μπορούσαμε να διαχωρίσουμε την ψυχολογική εργασία στην ικανότητά μας να διαμορφώνουμε και να διατηρούμε σχέσεις από τη θεραπεία ζεύγους (που συχνά συμβαίνει σε ομάδες και εργαστήρια), που διδάσκεται από θεραπευτές ζεύγους. Η εμπειρία μου από τη δουλειά που έχω κάνει με ζευγάρια είναι ότι η κουλτούρα μας είναι αρκετά αφελής όσον αφορά στο περιεχόμενο των διαπροσωπικών σχέσεων, στους κινδύνους και τα εμπόδια στην αγάπη και στο πώς αμυνόμαστε και προστατεύουμε τον εαυτό μας από αυτά, και αυτό εξηγεί τους λόγους που δεν είμαστε έτοιμοι για μια τρυφερή σχέση που τόσοι πολλοί αναζητάμε απεγνωσμένα.

Στις μέρες μας, κάποιες «θεραπείες» αυτοαποκαλούνται «εκπαίδευση στο dating» (στα ραντεβού) – οι θεραπευόμενοι είναι απεγνωσμένοι για κάποιο είδος βοήθειας στο να βρουν τους ιδανικούς συντρόφους. Υπάρχουν όλα τα είδη πραγματικά τρομακτικών ψευτο-ειδικών, που είναι διαθέσιμοι στο YouTube, και που «προειδοποιούν» τον κόσμο για επικίνδυνους συντρόφους που έχουν όλα τα είδη ψυχοπαθολογίας. Μέσα σε αυτό το κλίμα, πολλοί άνθρωποι θα ωφελούνταν από κάποιο είδος βαθιάς ψυχολογικής γνώσης και κατανόησης – δεν είναι δίκαιο να περιμένουμε από όλους τους άλλους να μας αγαπήσουν εκτός αν έχουμε έστω και λίγο αγαπήσει εμείς τον εαυτό μας. Και είμαστε πολλοί αυτοί που χρειαζόμαστε βοήθεια ως προς αυτό, καθώς ζούμε σε διάφορους βαθμούς αυτολύπησης (υπάρχει, για παράδειγμα, ένα τεράστιο ποσοστό γυναικών που μισούν το σώμα τους, κάτι που κάνει μια διαπροσωπική στενή σχέση αρκετά δύσκολη).

Σεμινάρια με τον Michael Soth

Επισκεφτείτε εδώ για να δείτε τα επερχόμενα σεμινάρια με τον Michael Soth

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Scroll to Top